Κόμης Ιωάννης Δ’ Αναστάσης «Ο Έλληνας Αιγυπτιολόγος και επιχειρηματίας»

ΟΜΟΓΕΝΕΙΑΚΑ-ΠΑΡΟΙΚΙΑΚΑ-ΚΟΙΝΟΤΗΤΕΣ, ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Οικονομία και πολιτισμός ανέκαθεν συμβάδιζαν στην ιστορία της ελληνικής αποδημίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό του Ιωάννη Δ’Αναστάση, ο οποίος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη μεταξύ του 1780 και 1785, σταδιοδρόμησε όμως στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Το οικογενειακό του επώνυμο ήταν Αναστασίου, όπως αυτό αναφέρεται σε επιστολή του Πατριάρχη Αλεξανδρείας Ιερόθεου Α’ στις 15 Ιουνίου 1844. Αργότερα προστέθηκε το πρόθεμα «δ’» πριν το αρχικό του επώνυμο, καθότι του δόθηκε ο τίτλος ευγενείας του κόμη.

Για την παιδική του ηλικία στερούμαστε οποιαδήποτε πληροφορία. Αρχικά ξενιτεύτηκε στη Μάλτα όπου συνεταιρίστηκε με κάποιον άλλον έμπορο και ξεκίνησε να εμπορεύεται. Γρήγορα όμως χρεοκόπησε και ήρθε σε συμβιβασμό με τους πιστωτές του καταβάλλοντάς τους το ένα τέταρτο της αρχικής του οφειλής λαμβάνοντας εξοφλητική απόδειξη.

Έπειτα κατήλθε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου όπου έμελλε να εξελιχθεί σ’ έναν από τους πλουσιότερους παράγοντες εκεί. Μαζεύοντας τα πρώτα λεφτά, συγκάλεσε αυτοβούλως τους παλιούς δανειστές του από τη Μάλτα και εξόφλησε οικειοθελώς το υπόλοιπο 75% της παλαιάς οφειλής του μαζί με τους νόμιμους τόκους. Έκτοτε έχαιρε βαθιάς εκτίμησης σε ολόκληρη την επιχειρηματική κοινωνία της Μάλτας.

Ως έμπορος ο Δ ’Αναστάσης προμήθευε τον Μεχμέτ Αλή της Αιγύπτου με όπλα και πολεμοφόδια που εισήγαγε από τη Μάλτα, τη Γαλλία και την Ιταλία. Ανάμεσα στις πολυσχιδείς του δραστηριότητες, ίδρυσε τράπεζα και ήταν ο μεγαλύτερος πλοιοκτήτης της Αιγύπτου. «Στα 1836 και 1837», γράφει ο ιστορικός Στρατής Τσίρκας, «μοναχός του ο Δ’ Αναστάσης είχε δικά του τα μισά πλοία που μπαινόβγαιναν στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας, σκάφος και φορτίο». Έτσι, υπήρξε προστατευόμενος του ηγεμόνα της Αιγύπτου Μεχμέτ Αλή, καθώς και πολύ στενός φίλος με τον γιο του, τον Ιβραήμ Πασά.

«Η σχέση του με την αιγυπτιολογία»

Ο Δ’Αναστάσης εντρύφησε στην αιγυπτιολογία και πραγματοποίησε πολλές σημαντικές εργασίες. Οι παρατηρήσεις του έγιναν διεθνώς γνωστές, ιδιαίτερα όσες περιλαμβάνονται στο λεγόμενο «Πάπυρο του Αναστάση», που αποτέλεσαν πολύτιμο βοήθημα για πολλούς αρχαιολόγους.

Ο ίδιος χρηματοδότησε ανασκαφές σε διάφορα μέρη της Αιγύπτου και αναδείχθηκε σε έναν εκ των σημαντικότερων κατόχων αιγυπτιακών αρχαιοτήτων της εποχής του. Το εμπόριο αρχαιοτήτων που έκανε τον κατέστησε διάσημο σε ολόκληρη την Ευρώπη και έτσι οι Γάλλοι του απέδωσαν τιμητικά τον τίτλο του κόμη, ενώ η Σουηδική κυβέρνηση τον διόρισε Πρόξενο Σουηδίας και Νορβηγίας στην Αλεξάνδρεια.

Την πολύτιμη αρχαιολογική συλλογή του την αγόρασε ολόκληρη το Βρετανικό Μουσείο. Ανάμεσά τους βρίσκονται εννέα πάπυροι που ανάγονται χρονικά στον 14ο αιώνα π.Χ. Ο μακρότερος και αξιολογότερος εξ αυτών, μεταφρασμένος υπό τον Chabas, περιέχει μια πολύ ενδιαφέρουσα αφήγηση ενός Αιγυπτίου αξιωματικού που είχε καταφύγει στη Συρία.

 «Η ανάδειξη του Ιωάννη Παπάφη»

Η μητέρα του Ιωάννη Παπάφη ήταν αδελφή του Δ’Αναστάση. Όταν πέθανε ο πατέρας του Παπάφη, τότε ο Ιωάννης εστάλη στην Αλεξάνδρεια δίπλα στον θείο του. Ο Δ’Αναστάσης διέκρινε τις αρετές του ανιψιού του και τον προώθησε στην Μάλτα εμπιστεύοντας του τη διαχείριση του τοπικού του υποκαταστήματος. Αυτό το σύστημα αλληλοϋποστήριξης μεταξύ των εύπορων Ελλήνων της Διασποράς ήταν σύνηθες και συνέβαλε ουσιωδώς στην ανάδειξη νέων Ελλήνων επιχειρηματιών.

«Οι ευεργεσίες»

Στο βιβλίο Saint Elme που εκδόθηκε στο Παρίσι το 1831 από την βαρόνη Μινουτόλι αναφέρονται τα εξής: «Ο κ. δ’ Αναστάση απολαύει εν Αιγύπτω φήμης τιμιότητος ήτις τω προσπορίζει τόσους φίλους όσους και η λαμπρά ευημερία του κόλακας. Νέος ακόμη και φυσιογνωμίας ελκυστικής και καλοκαγάθου ασφαλέστατα κατορθώνει εν μέσω των διαφόρων δυσχερειών της ευκοσμίας να απαλλάσσεται των οχληροτήτων των». Τα χρήματα και η εκτίμηση των ξένων δεν κατέστησαν τον Δ’Αναστάση υπερόπτη. Δεν χρησιμοποίησε τον πλούτο του προς ικανοποίηση εγωιστικών σκοπών και χυδαίων ορέξεων όπως οι περισσότεροι πλούσιοι κάθε εποχής. Αντίθετα, επιδόθηκε στη διάθεση ποσών για εθνωφελείς και κοινωφελείς πράξεις.

Το 1843 υπήρξε ιδρυτικό μέλος της ελληνικής κοινότητας Αλεξάνδρειας μέσω της οποίας ιδρύθηκαν σχολεία, ελληνορθόδοξοι ναοί, νοσοκομεία και γηροκομεία. Επιπλέον, ο Δ’Αναστάσης κατέβαλε τη μισή από τη δαπάνη ανέγερσης της Αλεξάνδρειας Σχολής των κορασίδων. Αφενός μεν η τιμιότητά του, αφετέρου δε η πληθώρα των δωρεών του, ο Δ’Αναστάσης κατείχε εξέχουσα θέση μεταξύ των μελών της ελληνικής μεγαλοαστικής τάξης της Αιγύπτου.

Οι άρρηκτοι δεσμοί που συνδέανε τον Δ’Αναστάση με την Ελλάδα φάνηκαν όμως κατά την Επανάσταση του 1821. Όχι μόνο συνεισέφερε οικονομικώς κατά την οκταετή διάρκεια του πολέμου, αλλά και μετά την παύση αυτού υπολογίζεται ότι εξαγόρασε περισσότερους από χίλιους αιχμαλώτους τους οποίους απελευθέρωσε και τους έστειλε πίσω στην πατρίδα. Μεταξύ των αιχμαλώτων υπήρξε και μια νέα γυναίκα από την Πελοπόννησο την οποία υιοθέτησε και κατέστησε κληρονόμο. Η θετή θυγατέρα του Δ’Αναστάση νυμφεύθηκε με τον Γενικό Πρόξενο της Γαλλίας Benedetti.

Ο Ιωάννης Δ’Αναστάσης απεβίωσε κατά το 1859-1860. Ο τάφος του βρίσκεται στο Ελληνικό Κοιμητήριο Αλεξανδρείας όπου εγείρεται μαρμάρινο μνημείο με τέσσερις κίονες δωρικού ρυθμού. Η πρόσοψη του μνημείου φέρει με κεφαλαία ελληνικά γράμματα το όνομά του «Δ’ΑΝΑΣΤΑΣΗ» και στα γαλλικά «D’ANASTASY».

Ο φιλογενής αυτός ανήρ και ακραιφνής Έλλην κληροδότησε δια της διαθήκης του το τεσσαρακοστό της περιουσίας του στην Ελληνική Κοινότητα Αλεξάνδρειας και ειδικά στην Τοσιτσαία Σχολή, στην οποία μάλιστα δώρισε 1.400 τόμους στη βιβλιοθήκη της.

(www.reporter.gr)