Εκδήλωση για την «Ανατολή» που συμπλήρωσε 30 χρόνια παρουσίας

ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Η εφημερίδα «Ανατολή» συμπλήρωσε 30 χρόνια παρουσίας και προσφοράς.  Αρχικά εκδόθηκε από ένα συνεταιρικό σχήμα και μετά το 2003 συνέχισε την εκδοτική πλεύση της, έχοντας στο εκδοτικό τιμόνι τον Γρηγόρη Κεσίσογλου.

Αυτή την δεύτερη εκδοτική περίοδο η εφημερίδα διευρύνει τον ορίζοντα της προς την Ρωμιοσύνη της καθ’ ημάς Ανατολής και τον Οικουμενικό Ελληνισμό. Μέσα από τις στήλες της εφημερίδας ακούγεται η φωνή των Μικρασιατών όχι μόνο της Αθήνας, όπου είναι η έδρα της εφημερίδας, αλλά και αυτών που ζουν εκτός Αθήνας.

Με την αφορμή των 30 χρόνων εκδοτικής ζωής, η εφημερίδα «Ανατολή» διοργάνωσε πρόσφατα  εκδήλωση με τίτλο: «ΟΙ ΡΩΜΙΟΙ ΠΟΛΙΤΕΣ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΠΟΧΗΣ – Το όραμα μας για το μέλλον, οι σύγχρονες προκλήσεις και ο ρόλος των μέσων επικοινωνίας» στα γραφεία της ΕΣΗΕΑ, Ακαδημίας 20 Αθήνα.

Στο πάνελ της συζήτησης συμμετείχαν:

– Λάκης Βίγκας, πρόεδρος Κοινότητας Νεοχωρίου και δραστήριο μέλος της Ομογένειας της Πόλης

– Ευανθία Ρεμπούτσικα, συνθέτρια

– Παύλος Τσίμας, δημοσιογράφος

– Αντώνης Φιλιππίδης, επιχειρηματίας από την Τουρκία.

Την συζήτηση συντόνισε ο δημοσιογράφος Άρης Πορτοσάλτε.

Την εκδήλωση χαιρέτισε και ο βουλευτής Μάξιμος Χαρακόπουλος.

Κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης, η οποία συγκέντρωσε πολύ κόσμο, προβλήθηκε ρεπορτάζ με νέους Πολίτες ομογενείς για το πως βλέπουν το μέλλον στην πόλη τους.

Επίσης, βραβεύθηκε η συνθέτρια και μουσικός Ευανθία Ρεμπούτσικα για τις γέφυρες επικοινωνίας που χτίζει μεταξύ των λαών με τη μουσική της.

Παραθέτουμε στη συνέχεια την ομιλία του Λάκη Βίγκα:

«Φίλε Γρηγόρη Κεσίσογλου,

Αγαπητοί συνομιλητές,

Κυρίες και κύριοι,

Είναι μεγάλη η χαρά και η τιμή να παρευρίσκομαι σήμερα εδώ και να συμμετέχω ως Κωνσταντινουπολίτης στην τιμητική εκδήλωση της “Ανατολής”. Μιας εφημερίδας πρωτοπόρου για τις εποχές εκείνες, που παρόλες τις δυσκολίες κι αντιξοότητες κατάφερνε να ενημερώνει τους εν Ελλάδι Πολίτες για τα τεκταινόμενα της ιδιαίτερης πατρίδας τους.

Φυσικά, όταν λέμε “Ανατολή” εννοούμε Γρηγόρης Κεσίσογλου. Σε αυτόν τον ακάματο, δραστήριο άνθρωπο, με τη διεισδυτική του ματιά στα γεγονότα, τη θυσία και την αγωνία για την έκδοση κάθε φύλλου, την αγάπη για την Πόλη και την τριακονταετή προσφορά στον Ελληνισμό της Τουρκίας αξίζουν συγχαρητήρια και κάθε έπαινος.

Αυτή η δημοσιογραφική κι εκδοτική εμπειρία και γνώση τον οπλίζει για να συνεχίσει και στο μέλλον τη δραστηριότητά του. Σε ένα μέλλον διαφορετικών προκλήσεων και τεχνολογικών εξελίξεων, που μεταβάλλεται συνεχώς κι αποτελεί στοίχημα για τον καθένα μας να καταφέρει να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα. Η “Ανατολή”, καθώς και ο υπόλοιπος πολίτικος Τύπος όπως η “Απογευματινή”, η “Ηχώ” κι ο “Πολίτης”, περιέχουν σημαντικές πληροφορίες της σύγχρονης ιστορίας μας και πρέπει να τις μεταδώσουν σε ένα ευρύτερο πλέον κοινό. Για να επιτευχθεί, όμως, κάτι τέτοιο πρέπει να διευρύνουν το πεδίο δράσης με δύο τρόπους. Πρώτα, κάνοντας χρήση των νέων τεχνολογιών και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης ούτως ώστε τα νέα τους να φτάνουν όχι μόνο στην Αθήνα και την Κωνσταντινούπολη, αλλά και στη Νέα Υόρκη, τη Μελβούρνη και το Γιοχάνεσμπουργκ, δηλαδή όπου υπάρχει Ελληνισμός και απόδημοι Κωνσταντινουπολίτες. Δεύτερον, για να το καταφέρουν αυτό, χρειάζεται να επιστρατεύσουν και την αγγλική γλώσσα στη δουλειά τους. Μέρος των ειδήσεων να αφιερώνεται σε ανθρώπους που έχουν νοσταλγία και θέλουν να μάθουν για τον τόπο καταγωγής τους, αλλά αδυνατούν να διαβάσουν ή ακόμα και να μιλήσουν στα ελληνικά. Βέβαια, για να γίνω και λίγο αιρετικός, δεν θα ήταν άσχημο να επιστρατευθεί ακόμη και η χρήση της τουρκικής γλώσσας, για να καταφέρουν να διεισδύσουν στην τουρκική κοινωνία των 80 εκατομμυρίων. Γνωρίζετε όλες και όλοι ότι υπάρχουν εκατοντάδες Τούρκοι οι οποίοι ενδιαφέρονται για την κοινότητά μας, θέλουν να γνωρίσουν τον Ελληνισμό της Πόλης, πολλοί από αυτούς κάνουν μικτούς γάμους με Έλληνες ή ακόμη και βαφτίζονται. Μην ξεχνάμε ότι λίγα χρόνια νωρίτερα, όταν η ιστορική εφημερίδα της Πόλης “Απογευματινή” κινδύνευε να κλείσει, δεκάδες Τούρκοι εγγράφηκαν συνδρομητές, κατέβαλαν το ετήσιο ποσό για να συνεχίσει να εκδίδεται στα ελληνικά μία από τις παλιότερες εφημερίδες της Τουρκίας που είναι ταυτισμένη με τη Ρωμιοσύνη.

Σε αυτό το σημείο, θέλω να καταθέσω την προσωπική μου μαρτυρία για τον Γρηγόρη Κεσίσογλου, τον οποίο γνώριζα από παλιά, την εποχή της Φοιτητικής Ένωσης Κωνσταντινουπολιτών, αλλά κυρίως συνδεθήκαμε την περίοδο των προετοιμασιών του συνεδρίου με τίτλο “Συνάντηση στην Πόλη. Το παρόν και το μέλλον”, το 2006. Ο Γρηγόρης με την πέννα του και τις επαφές του συνέβαλε ώστε οι συμπατριώτες μας της Αθήνας να εμψυχωθούν και να στηρίξουν αυτήν την προσπάθειά μας, για την οποία αρχικά υπήρξαν, όχι άδικα, ενδοιασμοί, ανασφάλειες και φοβίες ως προς τον τόπο και τον χρόνο διεξαγωγής του συνεδρίου. Έπειτα από προσπάθειες πολλών, και μεταξύ αυτών και του Γρηγόρη με την Ανατολή, φιλοξενήσαμε 300 περίπου ανθρώπους από 11 διαφορετικές χώρες και συναντηθήκαμε όλοι μαζί για έναν και μόνο σκοπό. Το παρόν και το μέλλον μας. Αυτός ο προβληματισμός μας είναι ένας συνεχής αγώνας και εξακολουθεί να υπάρχει υπό διαφορετικές συνθήκες.

Η εφημερίδα “Ανατολή”, όπως και η καθ’ ημάς Ανατολή, επιβιώνουν στις κοινές αξίες, στους κοινούς αγώνες και αγωνίες. Για τη σημερινή, συρρικνωμένη καθ’ ημάς Ανατολή, συγκεκριμένα την ομογένεια της Τουρκίας, είχα την ευκαιρία σε διάφορα φόρα να εκφράσω τις απόψεις μου, να ενημερώσω και να καταθέσω τις σχετικές προτάσεις μου, ενώ πριν από μία δεκαετία δεν βγαίναμε από τα όρια της Πόλης, Ίμβρου και Τενέδου.

Από την περίοδο των προετοιμασιών του συνεδρίου το 2006, που θεωρείται ορόσημο για την ομογένεια, εργαστήκαμε εντατικά και μεθοδικά για τη διενέργεια εκλογών στα κοινοτικά ιδρύματα, την αναγέννηση της παιδείας στην Ίμβρο έπειτα από μισό αιώνα σιωπής, την ανασύσταση των Ορθόδοξων Κοινοτήτων Σμύρνης, Αλάνιας, Αττάλειας και Άγκυρας, την ίδρυση των συνδέσμων μας όπως το ΣΥΡΚΙ, ΕΠΣΙ και Σμύρνης. Πλέον δουλεύουμε για την ίδρυση του Πολιτιστικού Κέντρου της Σχολής Γαλατά, και σχεδιάζουμε τις προϋποθέσεις για ένα βιώσιμο μέλλον της μικρής κοινότητας Τενέδου.

Εξωστρέφεια, ευρωπαϊκά προγράμματα, δυναμική παρουσία κι επικοινωνία με τοπικούς και ξένους οργανισμούς, συνεργασίες, υποτροφίες, έντονη παρουσία στα ΜΜΕ, φεστιβάλ πολιτισμού κ.ά. Όλα αυτά επετεύχθησαν μέσα σε 15 χρόνια από τα μέλη της ίδιας της κοινότητάς μας, παρόλους τους περιορισμούς που διαχρονικά αντιμετωπίζουμε.

Κάποιος που γνωρίζει την περιορισμένη πληθυσμιακή δυναμική και το ιστορικό βάρος που φέρει η Ρωμιοσύνη της Πόλης θα μπορούσε να θεωρήσει ικανοποιητική την πρόοδο αυτή, μάλιστα δε να εκφράσει ακόμη τον θαυμασμό του. Εμείς, όμως, που ζούμε εκ των έσω την κατάσταση συνεχίζουμε να αγωνιούμε και να δηλώνουμε τη συνεχή ετοιμότητα κι αγωνιστικότητά μας αναζητώντας καθημερινά Έλληνες, Τούρκους αλλά και άλλους συνοδοιπόρους για μία νέα πορεία που θα εδραιώσουμε τις έως σήμερα προσπάθειες, θα οικοδομήσουμε νέες αντιλήψεις, θα πετύχουμε στρατηγικές μεταβολές διατηρώντας τη γλώσσα και τις παραδόσεις αυτής της ιστορικής κοινότητας, της οποίας η παρουσία, η ιστορία, κι η προσφορά είναι ανεξίτηλες, και συνυφασμένες όχι μόνο με την Κωνσταντινούπολη αλλά και με τις ευρύτερες περιοχές της Ρωμιοσύνης.

Βέβαια, έχουμε να αντιμετωπίσουμε δομικές δυσλειτουργίες και προβλήματα που αυτή τη στιγμή απειλούν την ίδια την ύπαρξή μας. Το πιο βασικό, το πιο σημαντικό πρόβλημα της ελληνικής κοινότητας στην Τουρκία είναι το πληθυσμιακό. Υπό τις παρούσες συνθήκες του δημογραφικού μας αλλά και σε συνάρτηση με τον αριθμό των μαθητών και μαθητριών στα ομογενειακά σχολεία είναι σχεδόν αδύνατο να αισιοδοξούμε για τη μακροημέρευση του Ελληνισμού της Κωνσταντινούπολης. Όσες κι αν είναι οι προσπάθειες από δικής μας πλευράς δεν επαρκούν για την ανάπτυξη του πληθυσμού ώστε να μπορεί κάποιος να οικοδομήσει μία στρατηγική, η οποία θα στηρίζεται σε ρεαλιστικά δεδομένα. Οι μεμονωμένες προσπάθειες πρόσληψης προσωπικού στις υπηρεσίες της Εκκλησίας και τα σχολεία μας δεν επαρκούν στις επείγουσες αλλά και μελλοντικές ανάγκες του πληθυσμού σε μία χώρα με μεγάλα μεγέθη, με νέο πληθυσμό, με αναπτυξιακή πορεία οικονομίας και ακαδημαϊκού περιβάλλοντος. Οι περισσότεροι που ήρθαν τη δεκαετία του 2000 και αργότερα, του οποίους αποκαλέσαμε Νεο-Πολίτες, μετά το 2016 επέστρεψαν στην Ελλάδα.

Η μόνη αύξηση πληθυσμού έγινε στην Ίμβρο με την επαναλειτουργία των σχολείων κι ευελπιστούμε οι οικογένειες να μείνουν και να ενσωματωθούν στην τοπική κοινωνία. Θέλω να σας αναφέρω ελάχιστους αριθμούς ως προς τους απόφοιτους των Λυκείων μας για να κατανοήσουμε τον κίνδυνο που αντιμετωπίζουμε.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΙΜΒΡΟΣ
ΣΥΝΟΛΟΣΥΝΟΛΟ
2014-201521/
2015-201620/
2016-2017143
2017-2018198
2018-2019203
ΣΥΝΟΛΟ9414

Ο μόνος τρόπος για να πάρουμε ανάσα και να μεταθέσουμε χρονικά, αν όχι να επιλύσουμε, το πρόβλημα είναι να γίνει εγκαίρως μία άνωθεν πολιτική παρέμβαση με τη χορήγηση της τουρκικής υπηκοότητας σε τουλάχιστον 1.000 Έλληνες, να δοθεί η δυνατότητα αναγνώρισης ισοτιμίας των πτυχίων, για να μπορέσουν να εργαστούν, καθώς επίσης και κάποιες επιδοτήσεις ως προς την εργασία, την ασφάλεια για τα πρώτα χρόνια της παραμονής τους. Αν δεν υπάρξει γρήγορα η απαιτούμενη συμπαράσταση και πολιτική υποστήριξη, η πληθυσμιακή αιμορραγία θα μας νεκρώσει και θα μας αφανίσει με ό,τι επίπτωση θα έχει αυτό ακόμη και στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.

Το δεύτερο σοβαρό θέμα που δεσμεύει την ελεύθερη ανάπτυξη της κοινότητάς μας είναι η γνωστή εφαρμογή της αμοιβαιότητας. Ένα ναρκοπέδιο, που σίγουρα απασχολεί κι άλλες μειονότητες, αλλά εγώ θα αναφερθώ στη δική μας. Έμμεσα ή άμεσα το σύστημα των πολιτικών και διπλωματικών αρχών λειτουργεί μεταξύ Θράκης και Κωνσταντινούπολης. Η αμοιβαιότητα είναι μία παράδοση διπλωματίας, αλλά κι ένα φράγμα αξεπέραστο για την ανάπτυξη και την πρόοδό μας. Δεν υπάρχει θέμα μας που να μην περνά από το Υπουργείο Εξωτερικών. Όντας πολίτες μία χώρας δεν υπαγόμαστε στο Υπουργείο Εσωτερικών όπως όλοι οι άλλοι, αλλά είμαστε διαρκώς σε καθεστώς εξαίρεσης. Δεν γνωρίζω πόσο ευεργετική υπήρξε η εφαρμογή αυτή ώστε κάθε βήμα που πρέπει να κάνουμε για την επιβίωσή μας να έχει κι ένα διπλωματικό παρασκήνιο δούναι και λαβείν. Εξακολουθούμε να είμαστε ένα μέσο διαπραγμάτευσης και πίεσης. Ο καθένας από εμάς, τους Ρωμιούς της Πόλης, Ίμβρου και Τενέδου, με το που γεννιέται είναι χρεωμένος πολιτικά και καθόλη τη διάρκεια της ζωής του πρέπει να αντιμετωπίζει και να σχεδιάζει το μέλλον του μέσα στις μυλόπετρες της διπλωματίας.

Επίσης, θέλω να θίξω το ζήτημα της ταυτότητας του σημερινού Ρωμιού της Κωνσταντινούπολης. Όπως όλοι σας καλά γνωρίζετε από την ιστορία, η ταυτότητα του Ρωμιού ήταν δυναμική και συνεχώς ανανεούμενη είτε στα προνεωτερικά χρόνια είτε στη νεωτερικότητα είτε στη σημερινή εποχή. Τρία, όμως, ήταν και παραμένουν τα βασικά, τα κυτταρικά του στοιχεία. Η ελληνοφωνία ή/και η ελληνική παιδεία. Η Ορθοδοξία. Η οικουμενικότητα. Και όλα αυτά συνδυασμένα με μία τρομερή ικανότητα πρόσληψης και αφομοίωσης νέων ιδεών κι ετερόκλητων στοιχείων. Σήμερα, είμαστε αντιμέτωποι με νέες ιστορικές προκλήσεις στον τομέα αυτόν. Η ομογένεια της Κωνσταντινούπολης δεν έχει πλέον την ομοιογένεια του 1950. Έχουμε μεικτούς γάμους, Τούρκους που βαφτίστηκαν χριστιανοί καθώς επίσης και ορθοδόξους άλλων εθνοτικών ομάδων. Κυρίως, όμως, έχουμε τους αδελφούς μας από την Αντιόχεια, που ζουν μαζί μας εδώ και δεκαετίες, σπουδάζουν στα σχολεία μας, μιλούν την ελληνική γλώσσα, συμμετέχουν στη λατρευτική και κοινοτική ζωή. Το στοίχημα, λοιπόν, που πρέπει να κερδίσουμε είναι το πώς θα εντάξουμε όλους αυτούς στην οικουμενική αγκαλιά του Ελληνισμού, ενός Ελληνισμού με πολλές εκφάνσεις. Σε αυτό το στάδιο, βέβαια, να επισημάνουμε ότι πρέπει να δώσουμε όλο το βάρος στην εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας είτε μέσα από τα ομογενειακά σχολεία είτε από παράλληλες φροντιστηριακές δομές για τα παιδιά που επιλέγουν τη μη ομογενειακή εκπαίδευση. Γιατί με αυτόν τον τρόπο δημιουργούμε τον συνδετικό κρίκο τόσο με την ιστορία, το παρελθόν και την ταυτότητα της κοινότητας όσο και τον συνεκτικό δεσμό μεταξύ των μελών της.

Τέλος, θα ήθελα να αναφερθώ και στην άμεση ανάγκη μιας ριζικής μεταρρύθμισης στο διοικητικό σύστημα τόσο των ιδρυμάτων (βακουφίων) όσο και των εκπαιδευτηρίων μας, που αποτελούν τον κορμό της οικονομικής και πνευματικής περιουσίας της ομογένειας μας. Δεν θα απαριθμήσω τα διαχρονικά προβλήματα που συνεχίζουμε να αντιμετωπίζουμε καθώς δεν εξαρτώνται από εμάς. Θα κάνω μια αυτοκριτική για τις μεθόδους που καλούμαστε να εφαρμόσουμε στα νέα πλαίσια μιας σύγχρονης εποχής, η οποία λειτουργεί εν πολλοίς με αναπτυγμένα τεχνολογικά μέσα, με εξειδικευμένες γνώσεις οι οποίες σε αρμονία με την ιστορική παρακαταθήκη των ιδρυμάτων μας θα διαμορφώσει ένα νέα μοντέλο διοίκησης. Το δημογραφικό μας δεν μας επιτρέπει να έχουμε την πολυτέλεια να εκλέξουμε (όταν μας επιτραπεί) 69 διοικήσεις ιδρυμάτων και 20 περίπου συλλόγων και συνδέσμων με στελέχη που έχουν χρόνο, διάθεση αλλά και τη σχετική τεχνογνωσία για τη διοίκηση. Σε πολλές περιπτώσεις, κοινότητες με μεγάλη περιουσία  αλλά και πολλές υποχρεώσεις λειτουργούν στην πράξη με 1 ή 2 άτομα για 10 χρόνια. Αυτός ο τρόπος δεν είναι υγιής και δεν επιτρέπει την εφαρμογή μιας στρατηγικής συλλογικής προόδου. Είναι σχεδόν αδύνατον οι λίγοι, εκτός από τις προσωπικές τους υποχρεώσεις, να πρέπει να τρέχουν συνάμα για τα νομικά, διοικητικά, λειτουργικά, εκπαιδευτικά, φιλανθρωπικά, κοινωνικά, πολιτικά θέματα που πρέπει να αντιμετωπιστούν. Το σύστημα του εθελοντισμού στις επιτροπές, που για την ώρα καλύπτει όλες τις παραπάνω προδιαγραφές, είναι σχεδόν αδύνατο να σταθεί και να λειτουργήσει στον 21ο αιώνα.  Συνεπώς, πρέπει να ξαναβρούμε ένα μοντέλο λειτουργικό που να εμπνέει ασφάλεια, να έχει όρια, να παράγει ελεγκτικούς μηχανισμούς και να έχει μια σχέση με την ιστορία και την παράδοση. Αυτή η νέα «άσκηση» θα πρέπει να γίνει με την κατανόηση και τη συνεργασία των αρμοδίων αρχών και ταγών της ομογένειας ώστε σε ρεαλιστικές βάσεις να εκσυγχρονίσουμε το σύστημα, πάντα με γνώμονα τον άνθρωπο.

Οι αριθμοί μας από το δεύτερο μισό του 20ου αι. ελαττώνονται και υπήρξαν πάντοτε δυσκολίες τις οποίες προσπάθησε η ομογένεια να τις αντιμετωπίσει.  Αλλά θέλω να κλείσω αισιόδοξα την ομιλία μου. Με προσπάθεια και πίστη στην ταυτότητά μας οι λίγοι διατηρήσαμε ένα πυρήνα Ρωμιοσύνης στη Βασιλεύουσα, ειδικά τη σήμερον ημέρα που ζούμε σε μια περίοδο αλλαγών και κοσμοϊστορικών γεγονότων. Μεταφέρονται οι πληθυσμοί, αλλάζουν τα σύνορα, η τεχνολογία αφήνει ανέργους και άστεγους νέους ανθρώπους. Μέσα σε αυτήν την πραγματικότητα ευελπιστώ ότι θα βρεθούν τρόποι να ενισχυθεί η παρουσία και πορεία της ιστορίας της Ρωμιοσύνης. Γιατί είμαι σίγουρος ότι κάθε φορά θα βρίσκονται άνθρωποι σαν τον Γρηγόρη, που κι αυτοί με τη δικιά τους Ανατολή θα παλέψουν για να μην δύσει ποτέ ο ήλιος του οικουμενικού Ελληνισμού στη γη των προγόνων μας».

(www.ekirikas.com)