Οι γιατροί που τολμούν να επιστρέψουν στην Ελλάδα

ΥΓΕΙΑ
Ο δρ Μιλτιάδης Κροκίδης (αριστερά), η δρ Δανάη Δεληβάνη (δεξιά πάνω) και ο δρ Κώστας Χατζηστέργιος, έπειτα από πολυετή θητεία σε κορυφαία ιδρύματα του εξωτερικού, πήραν τη μεγάλη απόφαση της επιστροφής στην πατρίδα.

Στα πηγαδάκια των ιατρικών συνεδρίων δεν ακούγονται πλέον συζητήσεις μόνο για «καλές θέσεις» στη Μ. Βρετανία, στη Γερμανία ή στις ΗΠΑ, αντιθέτως όλο και συχνότερα επανέρχεται επιτακτικά το ερώτημα «πώς θα επιστρέψουμε Ελλάδα;». Στα χρόνια της οικονομικής κρίσης υπολογίζεται ότι μετανάστευσαν στο εξωτερικό 18.000 Ελληνες γιατροί, ενώ η «φυγή» τους είχε ξεκινήσει ήδη από νωρίτερα, λόγω της ιδιαίτερα χρονοβόρας αναμονής για ειδικότητα. Χιλιάδες, λοιπόν, Ελληνες γιατροί βρίσκονται, μετά δέκα σχεδόν χρόνια, ενώπιον του διλήμματος να συνεχίσουν την καριέρα τους στο εξωτερικό ή να επιστρέψουν στην πατρίδα. Η Ιωάννα Φωτιάδη της «Κ» συνομίλησε με επτά γιατρούς, που πήραν τη μεγάλη απόφαση, προκειμένου να διερευνήσει τα κίνητρα που τους ώθησαν να αφήσουν μια «στρωμένη» καριέρα και να δεχθούν μισθούς… κραυγαλέα μικρότερους.

Τρεις εξ αυτών εξελέγησαν σε ακαδημαϊκές θέσεις ανάλογες των προσόντων τους, οι υπόλοιποι απασχολούνται στο ΕΣΥ ή στον ιδιωτικό τομέα, ενώ όλοι διατηρούν τις συνεργασίες τους με το εξωτερικό. Αλλωστε, η κινητικότητα των επιστημόνων στο εξωτερικό αποτελεί κανόνα αλλά και προϋπόθεση για μια επιτυχημένη επαγγελματική εξέλιξη.

«Αν οι συνθήκες βελτιωθούν λίγο, είναι πάρα πολλοί οι συνάδελφοι που αδημονούν να επιστρέψουν» ισχυρίζεται η δρ Δανάη Δεληβάνη, που επέστρεψε στην Πάτρα, «είναι άνθρωποι που έχουν αποκτήσει πολύ μεγάλη εξειδίκευση, την οποία η Ελλάδα με τις υπάρχουσες δομές δεν μπορεί να αξιοποιήσει».
Πόλος έλξης δεν είναι μόνο «ο ήλιος και η θάλασσα». Το ισχυρότερο κίνητρο παραμένει η ελληνική οικογένεια, που προσφέρει δίχτυ προστασίας και χείρα βοηθείας στο μεγάλωμα των επόμενων γενεών. «Ηθελα τα παιδιά μου να μεγαλώσουν σε ένα ξέγνοιαστο περιβάλλον, κοντά στα ξαδέλφια και στους παππούδες τους» απαντά ο δρ Κώστας Χατζηστέργιος από το Μαϊάμι, «εδώ οι γονείς χαιρετούν τα παιδιά τους στο κατώφλι του σχολείου, με το άγχος μήπως κάποιος μαθητής ανοίξει πυρ εναντίον τους, είναι τόσο συχνά αυτά τα συμβάντα».

Την Ελλάδα «ψηφίζουν» και άλλοι γιατροί, που έκαναν οικογένεια στο εξωτερικό και διαπίστωσαν τις ελλιπείς παροχές. «Τα παιδιά μου, αν το επιθυμούν, μπορούν κάλλιστα να μεταβούν για μεταπτυχιακά στις ΗΠΑ, το επίπεδο της παρεχόμενης εκπαίδευσης στην Ελλάδα, παρά τα πολλά στρεβλά της, είναι υψηλό», συμπληρώνει από την πλευρά του ο δρ Γρηγόρης Παττακός, αφιχθείς στην Αθήνα το 2017, «έχω συναντήσει Ελληνες φοιτητές στις ΗΠΑ με κορυφαίες επιδόσεις που προέρχονταν από σχολεία της ελληνικής περιφέρειας».

Σύμφωνα με τον ίδιο, «το ζητούμενο, πάντοτε, είναι η όρεξη για δουλειά και το πείσμα, που τόσο εκτιμώνται στο εξωτερικό». Με όρεξη για δουλειά, λοιπόν, γνώση των τελευταίων επιστημονικών εξελίξεων και θεραπευτικών σχημάτων, έχουν επιστρέψει και οι επτά στην Ελλάδα· με την ευχή όλων ότι εδώ εντέλει θα «ριζώσουν».

Με τις βαλίτσες και… τεχνογνωσία ανά χείρας 

«Η επιστροφή στην Ελλάδα ήταν όνειρο ζωής» λέει στην «Κ»  από το Μαϊάμι ο δρ Κωνσταντίνος Χατζηστέργιος, που τον Φεβρουάριο εξελέγη αναπληρωτής καθηγητής Αναπτυξιακής Βιολογίας στο ΑΠΘ. Ο 42χρονος βιοεπιστήμονας από την Κω είχε αρχικά μεταβεί το 2007 στις ΗΠΑ για μεταδιδακτορικό, επανήλθε στην Ελλάδα για το στρατιωτικό του και εγκαταστάθηκε με την ερευνήτρια σύζυγό του το 2011 στο Μαϊάμι, όπου έως τώρα κάνει έρευνα και διδάσκει στο πανεπιστήμιο. 

Το ισχυρότερο κίνητρο για την παλιννόστηση ήταν τα 15 μηνών δίδυμα παιδιά του. «Βιώσαμε μεγάλη πίεση, ειδικά η γυναίκα μου, που είχε άδεια μόλις έξι εβδομάδων και απουσία συγγενών, βάλαμε εξαρχής τα παιδιά σε βρεφονηπιακό σταθμό». Οι υψηλές οικονομικές απολαβές δεν ισοσκέλιζαν το εξίσου υψηλό κόστος ζωής και το ανύπαρκτο κοινωνικό κράτος. «Στον σταθμό πληρώναμε 2.000 δολάρια, χωρίς φαγητό και πάνες· συνυπολογίστε το τσουχτερό ενοίκιο, τις ασφάλειες ζωής, υγείας και αυτοκινήτου, τα ναύλα για Ελλάδα». Οταν γεννήθηκαν τα παιδιά, «ξεκινήσαμε αποταμιευτικό πρόγραμμα για τις μελλοντικές τους σπουδές, τις οποίες θα ολοκλήρωναν κάποτε όντας και πάλι χρεωμένα…».

Ερχόμενη στη Θεσσαλονίκη η οικογένεια θα έχει μια ζωή με λιγότερες μεν υλικές ανέσεις, όμως πιο ευχάριστη και ξεκούραστη σε απόσταση μόλις δύο ωρών από τους παππούδες. Οταν μια μέρα τα παιδιά δουν σε φωτογραφίες την πισίνα και το τζακούζι από το σπίτι της Αμερικής, ίσως εκφράσουν… αντιρρήσεις. «Εχουν την αμερικανική υπηκοότητα, μπορούν να μεταναστεύσουν ανά πάσα στιγμή», καταλήγει ο πατέρας τους, «το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα έχει πολλά να τους προσφέρει, μέχρι και προπτυχιακό επίπεδο, η χώρα υστερεί μόνο στην έρευνα». 

Οι προετοιμασίες της μετακόμισης ξεκινούν και για την τετραμελή οικογένεια Κροκίδη στο Cambridge. «Δεν είχαμε σχεδιάσει να μείνουμε δέκα χρόνια» λέει στην «Κ» ο δρ Μιλτιάδης Κροκίδης, αγγειακός και επεμβατικός ακτινολόγος στο πανεπιστημιακό νοσοκομείο του Cambridge. «Η απόφαση της παλιννόστησης δεν είναι συναισθηματική» διευκρινίζει ο ίδιος, που αρχικά μετέβη από το πανεπιστημιακό νοσοκομείο του Ηρακλείου Κρήτης στο Ηνωμένο Βασίλειο για υποειδικότητα. «Επειτα, όμως, το διάστημα 2011-12 σταμάτησαν να ανοίγουν θέσεις στα ελληνικά πανεπιστήμια» υπενθυμίζει ο δρ Κροκίδης, που εξελέγη επίκουρος καθηγητής στο Α’ Εργαστήριο Ακτινολογίας στο Αρεταίειο. «Θεωρώ υποχρέωση της γενιάς μου να φέρει την τεχνογνωσία και τη μεθοδολογία που απέκτησε εκτός συνόρων στην Ελλάδα» απαντά ο ίδιος, «ο τομέας εξειδίκευσής μου είναι ταχέως αναπτυσσόμενος στο εξωτερικό». Ο 43χρονος γιατρός δηλώνει έτοιμος να εφαρμόσει πρωτοποριακές θεραπείες στο ελληνικό νοσοκομείο.

Στο ζύγι της απόφασης «βαραίνει» η ποιότητα ζωής εδώ

Οταν η δρ Δανάη Δεληβάνη ανακοίνωσε το 2017 στους Αμερικανούς καθηγητές ότι επιστρέφει στην Ελλάδα, εκείνοι απόρησαν… εντόνως. «Μία καθηγήτριά μου, όμως, που βρέθηκε λίγο αργότερα για ένα συνέδριο στην Ελλάδα, με έπιασε ιδιαιτέρως και μου είπε “δίκιο έχεις”». Η 35χρονη σήμερα ενδοκρινολόγος μετέβη στη Βοστώνη (Πανεπιστήμιο Tufts), μόλις αποφοίτησε από την Πάτρα, για να αποφύγει την αναμονή για την ειδικότητα και να αξιοποιήσει την αμερικανική της υπηκοότητα. Στα εννέα χρόνια που μεσολάβησαν έκανε έρευνα και ολοκλήρωσε την ειδικότητά της, στο κορυφαίο για την ενδοκρινολογία Mayo Clinic στο Rochester.

«Ο χρόνος ήταν πολύ πυκνός και έμαθα πολλά, ωστόσο καταλάβαινα ότι αν συνέχιζα την καριέρα μου εκεί, θα έπρεπε να ζω πάντοτε στο “κόκκινο”, κυνηγώντας όλο και περισσότερες δημοσιεύσεις και επιδιώκοντας όλο και περισσότερη ανέλιξη» λέει στην «Κ». Μοιραία, αν ήθελε να γίνει μητέρα, «θα έπρεπε να βάλω τα παιδιά στον αυτόματο πιλότο». Αμφιταλαντεύθηκε για καιρό, έως ότου αποφασίσει ότι προτιμούσε να δημιουργήσει μια ισορροπημένη οικογένεια και να προσφέρει τις γνώσεις της στην πατρίδα της· όπως και κάνει. Σήμερα, ιδιωτεύει στην Πάτρα, συνεργάζεται με το Πανεπιστήμιο, συνεχίζει εξ αποστάσεως την έρευνα με τους Αμερικανούς καθηγητές, ενώ έχει αποκτήσει και μία κόρη.

Ενα χρόνο και έναν μήνα μετράει στην Αθήνα ο νευροχειρουργός, επιμελητής Α΄ στο ΕΣΥ, Κώστας Μπάρκας. «Εζησα στο Λονδίνο για επτά χρόνια, όπου απέκτησα δύο διαφορετικές ειδικότητες στο Kings College Hospital, εκεί εξέταζα καθημερινά σπάνια περιστατικά» εξηγεί ο 42χρονος. «Από το Λονδίνο έχω πολύ καλές αναμνήσεις, έκανα παρέα με πολλούς συναδέλφους, ωστόσο καθώς μετανάστευσα σε αναλογικά μεγάλη ηλικία, δεν έκανα φιλίες ζωής, όπως στα φοιτητικά χρόνια». Η σύζυγός του, τον ακολούθησε στην Αγγλία, όπου έκαναν δύο παιδιά. «Αποφάσισα να επιστρέψω, θέτοντας ως προτεραιότητα την ενδοοικογενειακή ισορροπία, καθώς η γυναίκα μου είχε αναγκαστεί να μείνει εκτός αγοράς εργασίας για καιρό». Ο ίδιος προτίμησε το ελληνικό δημόσιο νοσοκομείο, γιατί υπάρχει συνεχής ροή περιστατικών και περιθώριο προσφοράς, παρά τις πολλές εφημερίες. Οι διαφορές μεταξύ των δύο συστημάτων υγείας είναι πολλές: οι Βρετανοί ασθενείς έχοντας εν γένει εμπιστοσύνη στο κράτος, απευθύνονται στο σύστημα και εν συνεχεία στον γενικό γιατρό, ο οποίος θα τους παραπέμψει στην κατάλληλη ειδικότητα. «Ωστόσο, έτσι, κάποιες φορές χάνεται πολύτιμος χρόνος» παρατηρεί ο κ. Μπάρκας. «Αν εκεί ο ασθενής ανήκει στο σύστημα, εδώ ανήκει στον γιατρό του, αφού βάσει αυτού επιλέγει νοσοκομείο», διευκρινίζει.

Στο Ηράκλειο Κρήτης «προσγειώθηκε» τον περασμένο Σεπτέμβριο, έπειτα από επιστημονική περιπλάνηση εννέα ετών στις ΗΠΑ (μεταδιδακτορικό στο National Institutes of Ηealth) και στο Λονδίνο (Kings College Hospital), η δρ Παρασκευή Ξεκούκη, επίκουρη καθηγήτρια Ενδοκρινολογίας στο Παν. Κρήτης. «Η μετανάστευση προ δεκαετίας ήταν μονόδρομος για μια μελλοντική ακαδημαϊκή καριέρα» αναφέρει η ίδια στην «Κ», «έως τότε με είχε πολύ κουράσει η επικρατούσα αναξιοκρατία και η έλλειψη οργάνωσης». Αποφάσισε, ωστόσο, να γυρίσει, καθώς την ενδιέφερε πολύ η συγκεκριμένη θέση στο πανεπιστήμιο. «Οι συνθήκες βεβαίως δεν είναι ρόδινες, αρχής γενομένης από τη δύσκολη εξεύρεση σπιτιού λόγω Αirbnb» διευκρινίζει. «Η χρηματοδότηση για έρευνα είναι επίσης περιορισμένη, όμως είναι αμέριστη η συμπαράσταση των συνεργατών και η υποστήριξη του Πανεπιστημίου» προσθέτει η ίδια με ικανοποίηση. «Ο ηλιόλουστος δε καιρός και η πλούσια γαστρονομία της Κρήτης επιβεβαιώνουν καθημερινά την… ορθότητα της απόφασής μου» καταλήγει.

Δύο χρόνια έχει πλέον συμπληρώσει στην Αθήνα ο δρ Γρηγόρης Παττακός, που έμεινε πιστός στην υπόσχεση επαναπατρισμού που είχε δώσει ως έφηβος. «Εφυγα για τις ΗΠΑ στα 17 και επέστρεψα στα 38, ενώ είχα ζήσει και έως παιδί, από δύο έως δέκα ετών» λέει ο δρ Παττακός, καρδιοχειρουργός στο «Υγεία» με εξειδίκευση στις διαδερμικές βαλβίδες. «Εχω ζήσει τα περισσότερα χρόνια της ζωής μου εκεί, ωστόσο η νοσταλγία μου για την πατρίδα ήταν πολύ έντονη» τονίζει ο 40χρονος, που εξέδωσε για τα τρία του παιδιά από δύο μηνών διαβατήριο, ώστε να μη χάσουν ούτε ένα καλοκαίρι στην Ελλάδα. «Επιστρέψαμε για να απολαμβάνουμε κάθε στιγμή και να αναβαθμίσουμε την ποιότητα ζωής μας». Ο ίδιος υπενθυμίζει ότι «πρέπει να είμαστε ευγνώμονες για όσα μας προσφέρει η Ελλάδα, όπου μπορείς να σπουδάσεις δωρεάν και να λάβεις ιατροφαρμακευτική περίθαλψη όντας άπορος, παροχές που δεν είναι παντού αυτονόητες».

Εξαντλητικά ωράρια

Στο Royal Marsden Hospital, το κορυφαίο νοσοκομείο για ογκολογικά περιστατικά, όπου παραπέμπονται οι πιο πολύπλοκες περιπτώσεις, θήτευσε για πάνω από δύο χρόνια η Ελληνίδα παθολογοανατόμος, Δέσποινα Μουρτζούκου. «Είχα εξαντλητικά ωράρια, εργαζόμουν 10 με 12 ώρες, αλλά μου δόθηκε η ευκαιρία να ερευνήσω διαφορετικά συστήματα του οργανισμού, όπως το ουροποιητικό, τον μαστό κ.ά.» εξηγεί η κ. Μουρτζούκου. «Ο χρόνος στο εργαστήριο ήταν γόνιμος, οπότε δεν με κούραζε, επιπλέον δύο τρεις φορές την εβδομάδα κανονίζαμε εξόδους με συναδέλφους για “αποσυμπίεση”» διηγείται η κ. Μουρτζούκου. «Μου έλειπαν όμως πολλά μικρά από την Ελλάδα, ένιωθα ότι έχανα επεισόδια από τη ζωή των οικείων μου». Το 2016 δέχθηκε μια αξιόλογη πρόταση από το εργαστήριο istomedica και επέστρεψε. «Ωστόσο, συνεχίζω τη συνεργασία και τα επιστημονικά πρότζεκτ με τον καθηγητή μου στο Marsden».

Πηγή: kathimerini.gr