Οι Έλληνες στην Αίγυπτο: Μια ιστορία ρίζας, εμπορίου και πολιτισμού

ΟΜΟΓΕΝΕΙΑΚΑ-ΠΑΡΟΙΚΙΑΚΑ-ΚΟΙΝΟΤΗΤΕΣ

Η ιστορία της ελληνικής παροικίας στην Αίγυπτο δεν ξεκινά τον 19ο αιώνα, αλλά τότε βρίσκει έναν ισχυρό και αποφασιστικό σταθμό. Ο Μεχμέτ Αλή, ο «Χεδίβης» της Αιγύπτου και σπουδαία μορφή της μεταρρυθμιστικής πολιτικής, ήταν αυτός που άνοιξε τις πύλες της χώρας στους πρώτους Έλληνες εμπόρους, θέτοντας τα θεμέλια για μια από τις πιο εύρωστες ευρωπαϊκές κοινότητες της περιοχής. Είχε γνωρίσει την εμπορική τάξη των Ελλήνων όταν ζούσε στην Καβάλα και θεώρησε ότι θα μπορούσαν να συμβάλουν ουσιαστικά στον εκσυγχρονισμό της Αιγύπτου.

Ανάμεσα στους πρώτους που ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα ήταν ο Μιχαήλ Τοσίτσας, ενώ στα χρόνια που ακολούθησαν, η ελληνική παρουσία στην Αίγυπτο ενισχύθηκε εντυπωσιακά χάρη στην εκρηκτική ανάπτυξη του βαμβακιού, ιδιαίτερα κατά την περίοδο του Αμερικανικού Εμφυλίου (1860-1865), όταν οι διεθνείς αγορές στράφηκαν στο υψηλής ποιότητας αιγυπτιακό βαμβάκι.

Η παροικία ακμάζει

Η Αλεξάνδρεια υπήρξε το επίκεντρο της ελληνικής δραστηριότητας. Ως λιμάνι εξαγωγής βαμβακιού και έδρα του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας, αποτέλεσε φυσικό πόλο έλξης. Δεύτερη σε σημασία ήταν η κοινότητα του Καΐρου, ενώ Έλληνες εγκαταστάθηκαν και στις πόλεις της Διώρυγας του Σουέζ – Πορτ Σαΐντ, Ισμαηλία, Σουέζ – ιδίως κατά την κατασκευή της, όταν εργάτες από την Κάσο και τα Δωδεκάνησα προσέφεραν τις υπηρεσίες τους.

Οι Έλληνες εγκαταστάθηκαν επίσης στο Δέλτα του Νείλου και σε άλλες μικρότερες πόλεις, διαμορφώνοντας ένα δίκτυο πολιτισμικών και οικονομικών πυρήνων σε ολόκληρη την Αίγυπτο. Δραστηριοποιήθηκαν όχι μόνο στο βαμβάκι αλλά και στα καπνά – με το περίφημο «αιγυπτιακό τσιγάρο» των αδελφών Κυριαζή και του Τσανακλή – καθώς και στον χώρο των ποτών, των τροφίμων και των κατασκευών.

Ανάμεσα σε προνόμια και αλλαγές

Η παρουσία των Ελλήνων δεν ήταν ανεξάρτητη από το πλαίσιο των διομολογήσεων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που τους εξασφάλιζαν φορολογικά και δικαστικά προνόμια. Η άφιξη των Βρετανών το 1882 άλλαξε τα δεδομένα. Οι Έλληνες διακρίνονταν πλέον σε εκείνους που είχαν σχέσεις με το αιγυπτιακό καθεστώς – όπως ο Αβέρωφ – και στη νέα, πιο αγγλόφιλη γενιά επιχειρηματιών, όπως οι Μπενάκηδες και οι Καζούληδες.

Παράλληλα, η ελληνική κοινότητα συνδέθηκε βαθιά με τον τόπο: οι εκδρομές στα αιγυπτιακά τοπία, ιδιαίτερα στη Μονή της Αγίας Αικατερίνης του Σινά, η συμμετοχή στην οικονομία και η συνεισφορά σε κοινωνικές δομές έδειχναν την επιθυμία να είναι μέρος της αιγυπτιακής πραγματικότητας.

Η μετάβαση στον 20ό αιώνα

Μετά την ανεξαρτησία της Αιγύπτου το 1922, οι σχέσεις Έλλήνων και Αιγυπτίων δοκιμάστηκαν. Οι διαδηλώσεις του 1919 είχαν ως αποτέλεσμα ζημιές και απώλειες και στους κόλπους της ελληνικής κοινότητας, ωστόσο υπήρξαν φωνές – όπως του προξένου Αντώνιου Σαχτούρη – που στήριξαν το αίτημα των Αιγυπτίων για ελευθερία. Οι Έλληνες αναγνώριζαν ότι η εποχή των προνομίων έφτανε στο τέλος της.

Η κατάργηση των διομολογήσεων το 1937 και οι νόμοι «αιγυπτιοποίησης» δημιούργησαν προβληματισμούς. Παρότι υπήρξε μια προσπάθεια διατήρησης της ελληνικής επιχειρηματικής παρουσίας, η ένταση κορυφώθηκε με την άνοδο του Νάσερ το 1952. Οι κρατικοποιήσεις, η στροφή σε σοσιαλιστικές πολιτικές και η εθνικοποίηση της Διώρυγας του Σουέζ επιτάχυναν τη μαζική αποχώρηση Ελλήνων από την Αίγυπτο.

Μνήμη, αγάπη και συνέχιση της παρουσίας

Στα μέσα της δεκαετίας του 1960, ο ελληνισμός της Αιγύπτου είχε μειωθεί στις 17.000 από τις περίπου 100.000 των προηγούμενων δεκαετιών. Όσοι εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα, διατήρησαν ζωντανή τη μνήμη και την αγάπη για τον τόπο που τους φιλοξένησε. Οι δεσμοί δεν κόπηκαν: οι επισκέψεις, οι επαφές με τις κοινότητες της Αλεξάνδρειας και του Καΐρου, οι ναοί, τα σχολεία, οι σύλλογοι, κρατούν ζωντανή μια σχέση που μετράει αιώνες.

Σήμερα, αν και λιγοστοί, οι Έλληνες της Αιγύπτου εξακολουθούν να αποτελούν μέρος του τοπικού πολιτισμικού τοπίου. Η ελληνοαιγυπτιακή συνεργασία, τόσο σε πολιτικό όσο και σε επιχειρηματικό επίπεδο, δείχνει τον δρόμο για μια νέα εποχή σχέσεων, βασισμένη στον αμοιβαίο σεβασμό και στη βαριά κοινή ιστορία.