Μάρμαρα του Παρθενώνα: τρία διπλωματικά πλεονεκτήματα για την Ελλάδα

ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Πριν από λίγες ημέρες η Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης Cardozo εξέδωσε δελτίο Τύπου για έρευνα του επιφανούς καθηγητή Ντέιβιντ Ρούντενστιν. Εκεί αναφέρεται ότι η έρευνα «καταλύει το επιχείρημα περί νομικής και ηθικής πράξης και παρέχει αποδείξεις ότι τα επίμαχα έγγραφα [επί των οποίων στηρίχθηκε η νομιμότητα της απόκτησης των Μαρμάρων του Παρθενώνα] δεν υφίστανται, ενώ ένα επιπλέον έγγραφο, το οποίο χρησιμοποιήθηκε από το [τότε] Βρετανικό Κοινοβούλιο για την υποστήριξη της αγοράς τους παραποιήθηκε».
 
Η διαπίστωση αυτή δεν συνιστά έκπληξη. Σε πλείστες δημοσιεύσεις επισημαίνεται ότι δεν δόθηκε ποτέ φιρμάνι, δηλαδή έγγραφη άδεια του ίδιου του Σουλτάνου, όπως ισχυρίζονται οι Βρετανοί. Υπάρχει μόνον μία απλή επιστολή του Σεγίντ Αμπντουλάχ, που ήταν καϊμακάμ πασάς (δηλαδή αντικαταστάτης του βεζύρη) προς τον οθωμανό δικαστή και τον στρατιωτικό διοικητή (βοεβόδα) των Αθηνών προκειμένου να διευκολύνουν την πρόσβαση της ομάδας του Ελγιν στην Ακρόπολη. Το πρωτότυπο αγνοείται. Ο Βρετανός ιστορικός Ουίλιαμ Σεντ Κλερ κατείχε μία ιταλική μετάφραση της εποχής, η οποία βρίσκεται σήμερα στα χέρια του Βρετανικού Μουσείου. Η μετάφραση αυτή δεν φέρει υπογραφή ούτε σφραγίδα. Επιπλέον, περιέχονται σημαντικές διαφοροποιήσεις από την αγγλική μετάφραση που προσκόμισε ο Χαντ, συνεργάτης του Ελγιν, στην επιτροπή του Κοινοβουλίου όπου συζητήθηκε το ζήτημα, ως μετάφραση του πρωτοτύπου. Από τα παραπάνω καταδεικνύεται ότι δεν επρόκειτο για φιρμάνι (άρα δεν υπήρχε νόμιμη άδεια αφαίρεσης των Μαρμάρων). Οι διαφοροποιήσεις μεταξύ ιταλικής και αγγλικής μετάφρασης θέτουν επίσης σε αμφισβήτηση το περιεχόμενο του πρωτοτύπου.
 
Το επίμαχο σημείο της επιστολής (στην ιταλική μετάφραση) επί της οποίας στηρίχθηκε η υποτιθέμενη άδεια του Ελγιν, αναφέρει ότι μπορούσε να κάνει αντίγραφα των γλυπτών και να πάρει κάποια κομμάτια πέτρας «qualche pezzi di pietra». Δεν θα είχε βέβαια νόημα να γίνονταν αντίγραφα των γλυπτών εάν κανείς μπορούσε να αφαιρέσει τα πρωτότυπα. Ακόμη και για τα ήθη της εποχής η καταστροφή και ο βανδαλισμός ενός τέτοιου μνημείου δεν θα έφερε ποτέ την επίσημη άδεια του σουλτάνου. Είναι σαφές ότι ο λόρδος Ελγιν ουδέποτε απέκτησε άδεια αφαίρεσης των Μαρμάρων. Κατ’ επέκταση, το Βρετανικό Κοινοβούλιο που ενέκρινε την αγορά των Μαρμάρων, δεν μπορούσε να τα μεταβιβάσει νόμιμα στο Βρετανικό Μουσείο όπου βρίσκονται σήμερα.
 
Αυτή είναι η θεωρία που αντικατοπτρίζει το δίκαιο και ηθικό. Στην πράξη, ωστόσο, τα Μάρμαρα κατέχονται από τη Βρετανία, η οποία από το 1983 (όταν τέθηκε το ζήτημα της επιστροφής τους στο πλαίσιο της UNESCO) δεν έχει μέχρι σήμερα προβεί σε οποιαδήποτε πράξη καλής θέλησης για την επιστροφή τους στην Αθήνα. Αυτό δεν οφείλεται σε λανθασμένες πολιτικές κινήσεις, όπως κανείς ενδεχομένως να ισχυριζόταν. Οι ελληνικές θέσεις επί του ζητήματος υπήρξαν ενιαίες, ανεξαρτήτως κυβερνήσεων, παρ’ όλο που η ελληνική επιχειρηματολογία εξελίχθηκε με τα χρόνια.
 
Το Βρετανικό Μουσείο εκπροσωπεί έναν υποτιθέμενο κοσμοπολιτισμό, τον οποίο επιθυμεί να διατηρήσει ως συνέχεια μιας πάλαι ποτέ μεγάλης αυτοκρατορίας. Παράλληλα κατέχει πολιτιστικούς θησαυρούς, κάποιοι από τους οποίους έχουν συλλεγεί κάτω από αμφίβολες συνθήκες, περιλαμβανομένων καταστάσεων αποικιοκρατίας, πολέμου και πολιτικής πίεσης. Η υπόθεση των Μαρμάρων του Παρθενώνα, κατά τους Βρετανούς, θίγει το βρετανικό αφήγημα στον πυρήνα του.
 
Τα τελευταία χρόνια το Βρετανικό Μουσείο (μαζί με άλλα 17 μουσεία με αντίστοιχη ιστορία) πατούν σε ένα νέο επιστημονικοφανές επιχείρημα (αυτό του παγκόσμιου μουσείου). Αφηγούνται δηλαδή την ιστορία του κόσμου μέσα από διαφορετικά δείγματα πολιτισμών, επιτρέποντας έτσι στον επισκέπτη να κάνει συγκρίσεις και να αντλεί συμπεράσματα. Αυτή είναι μία προσέγγιση που επινοήθηκε μόλις το 2002…
 
Σήμερα υπάρχει μια αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα: οι Βρετανοί κατέχουν τα Μάρμαρα, τα οποία έχουν χαρακτηρίσει εθνική πολιτιστική τους κληρονομιά. Κατ’ αντιπαράθεση, όμως, η Ελλάδα έχει τρία σημαντικά διπλωματικά πλεονεκτήματα.

Α. Το ζήτημα των Μαρμάρων έχει καταστεί η πιο διάσημη διεθνώς υπόθεση πολιτιστικής κληρονομιάς, για την οποία έχουν γραφεί πλείστα επιστημονικά και άλλα άρθρα και η οποία αποτελεί σημείο αναφοράς στον τομέα της.

Β. Εξετάζεται από τη σχετική επιτροπή της UNESCO (ICPRCP) ως διακρατική υπόθεση και όχι διαφορά μεταξύ μουσείων (όπως διακαώς επιθυμούσε η Βρετανία προκειμένου να την υποβιβάσει).

Γ. Εχουμε επιτύχει να μην αφαιρεθεί ποτέ από την ατζέντα της UNESCO αν προηγουμένως δεν επιλυθεί.
 
Είναι κρίμα μια χώρα του βεληνεκούς της Βρετανίας να μην αντιλαμβάνεται ύστερα από τόσα χρόνια ότι η επίλυση πολιτιστικών διαφορών προωθεί τον διάλογο, τη συνεργασία και τον ανθρωπισμό.

(www.kathimerini.gr)