To βραβευμένο ιστορικό μυθιστόρημα «Iμαρέτ» του Γιάννη Καλπούζου κυκλοφόρησε και στα Αγγλικά
Το ιστορικό μυθιστόρημα είναι ένα πολύ δύσκολο είδος. Ο λογοτέχνης παλεύει συνεχώς με την ανάγκη του να κρατηθεί κοντά στην ιστορική πραγματικότητα, αλλά και να μην κουράσει τον αναγνώστη του με λεπτομέρειες και περιττές αναφορές, ενώ παράλληλα έχει συνεχώς στο μυαλό του ότι η λογοτεχνία είναι απόλαυση. Μια απόλαυση της ψυχής που τη γευόμαστε μέσα από τη γλώσσα και το ύφος της γραφής, μέσα από την πλοκή και τους ανθρώπινους χαρακτήρες, μέσα από τα νοήματα και τα μηνύματα που κρύβονται στα λόγια και τις πράξεις τους.
Ενας από τους Ελληνες αριστοτέχνες του είδους είναι ο Γιάννης Καλπούζος*. Με μοναδική μαεστρία σε κάθε βιβλίο του, μας ταξιδεύει στον χώρο και το χρόνο, ζωντανεύοντας εποχές άγνωστες για τους πιο πολλούς από εμάς. Οι ήρωές του ξεκάθαρα σκιαγραφημένοι, ζωντανοί και ανθρώπινοι, αφηγούνται τη δική τους ιστορία, τη δικιά τους αλήθεια και μιλάνε στην ψυχή μας αφήνοντας ανεξίτηλα σημάδια της σοφίας τους, της σοφίας του συγγραφέα.
Με αφορμή την πρόσφατη έκδοση του γνωστότερου και βραβευμένου βιβλίου του λογοτέχνη, «Ιμαρέτ» στα Αγγλικά, το «Περιοδικό» συνάντησε τον Γιάννη Καλπούζο και συνομίλησε μαζί του.
Πριν από λίγες μέρες το βιβλίο σας «Ιμαρέτ», το πρώτο σας κοινωνικό μυθιστόρημα μέσα σε ιστορικό πλαίσιο, κυκλοφόρησε στα Αγγλικά. Σε ποια περιοχή μάς μεταφέρετε με την πένα σας και ποιους συναντάμε εκεί;
Το μυθιστόρημα εξελίσσεται στην οθωμανοκρατούμενη Αρτα από το 1854 μέχρι το 1882, όπου ζούσαν Ελληνες, Τούρκοι και Εβραίοι. Ενα ελληνόπουλο, ο Λιόντος, κι ένα τουρκόπουλο, ο Νετζίπ, γεννιούνται την ίδια νύχτα και γίνονται αδελφικοί φίλοι. Ο καθένας αφηγείται από τη δική του σκοπιά όσα έζησαν επί 28 χρόνια σε ήρεμους καιρούς, αλλά και σε περιόδους εντάσεων και επαναστάσεων. Πλαισιώνονται από τις δυο μανάδες τους, στις οποίες το μητρικό φίλτρο υπερισχύει κάθε εθνικιστικού ή θρησκευτικού φανατισμού, τη σαγηνευτική χορεύτρια Καλίλα, σειρήνα του πάθους, τον Μπεχζάτ, το πρότυπο του ελεύθερου ανθρώπου, τον Φάσγανο και τον Ντογάν, τους κύριους εκφραστές του φανατισμού, της απληστίας και του τυφλού μίσους, και πολλούς δευτεραγωνιστές.
Εξέχουσα μορφή είναι ο θυμόσοφος παππούς Ισμαήλ, του οποίου κάθε κουβέντα αποτελεί απόσταγμα σοφίας. Στο βιβλίο, παράλληλα με την περιπετειώδη ζωή των ηρώων, τους έρωτες, τη δράση, τις κωμικές και τις τραγικές καταστάσεις, αναπαριστάνεται η καθημερινή ζωή εκείνης της εποχής, οι χοροεσπερίδες, τα Καφέ Αμάν, ο πετροπόλεμος, οι Απόκριες, το Ραμαζάνι, τα χαμάμ, οι αφορισμοί, το λαθρεμπόριο, οι κολίγοι, οι τσιφλικάδες και τόσα άλλα.
Για ποιους λόγους επιλέχθηκε το «Ιμαρέτ» για να μεταφραστεί στα Αγγλικά, και όχι κάποιο άλλο από τα βιβλία σας και ποιες είναι οι προσδοκίες σας από την έκδοση αυτή;
Είναι ένα βιβλίο το οποίο στην Ελλάδα έχει ξεπεράσει σε πωλήσεις τα 118.000 αντίτυπα, ενώ έχει διαβαστεί τουλάχιστον από τριπλάσιους αναγνώστες. Θέλω να πω ότι διαγωνίστηκε και πέτυχε. Συνάμα τα κύρια θέματα που πραγματεύεται, δηλαδή η συνύπαρξη, η ανθρωπιά και η ανάγκη ύπαρξης ανοικτών και ανεκτικών κοινωνιών, αφορούν κάθε κάτοικο του Πλανήτη. Πέρα από αυτά κατά την άποψή μου η σπουδαία λογοτεχνία γεννιέται όταν βυθίζει τις ρίζες της στη γενέθλια γη. Ετσι, μέσα από τη μετάφραση, θα δοθεί η ευκαιρία σε ξένους αναγνώστες να γνωρίσουν έναν σύγχρονο Ελληνα συγγραφέα και μαζί μια πτυχή της Ελλάδας. Ειδικότερα θα έχουν την ευκαιρία να διαβάσουν το «Ιμαρέτ» όσοι Ελληνες του εξωτερικού δεν γνωρίζουν καλά Ελληνικά. Γι’ αυτό επιτρέψτε μου να αναφέρω τους συνδέσμους απ’ όπου θα μπορούσαν να προμηθευτούν το βιβλίο, σε έντυπη μορφή https://www.psichogios.gr/books/imaret-three-gods-one-religion.html και σε e-book. https://www.psichogios.gr/books/e-book-imaret-three-gods-one-religion.html
Σημειώνω ότι σύντομα θα υπάρχει το βιβλίο και στο Amazon.
Είναι φανερό ότι για να γράψετε το «Ιμαρέτ» κάνατε ενδελεχή έρευνα. Πόσος χρόνος απαιτήθηκε για να ολοκληρώσετε τη συγγραφή του βιβλίου και ποιες δυσκολίες δεν είχατε υπολογίσει;
Για την έρευνα και τη συγγραφή χρειάστηκα τρία χρόνια, με πολλές ώρες δουλειάς καθημερινώς. Δυσκολεύτηκα να αντλήσω στοιχεία για την καθημερινή ζωή των λαϊκών ανθρώπων. Οι πηγές μου ήταν τα αρχεία των υποπροξενείων, εφημερίδες και περιοδικά της εποχής αλλά και μεταγενέστερων, περιηγητές, φωτογραφικό υλικό, μουσεία και περί τους 400 τόμους βιβλίων με περιεχόμενο λαογραφικό, αρχιτεκτονικό, ιστορικό, ιατρικό, οικονομικό, αγροτικό και ούτω καθεξής. Η άλλη δυσκολία, την οποία ως πρωτόπειρος τότε δεν είχα υπολογίσει, ήταν να τιθασεύσω τον τεράστιο όγκο πληροφοριών ώστε να υπηρετήσουν τη μυθοπλασία, χωρίς παράλληλα να πάψει να παρέχεται η δυνατότητα στον αναγνώστη να μεταφερθεί στην εποχή εκείνη με σκοπό να ζήσει παραστατικά όσα διαδραματίζονται και συγχρόνως να κρίνει με τα μέτρα και τα σταθμά που ίσχυαν τότε.
Με ποιον τρόπο «στήνετε» τους ήρωές σας; Πώς επιλέγετε τα ονόματά τους;
Ζω με τους ήρωές μου σε μια παράπλευρη πραγματικότητα, γίνομαι ένα μαζί τους και υποδύομαι όλους τους ρόλους. Τους προσδίδω στην αρχή ορισμένα χαρακτηριστικά και στη συνέχεια κτίζονται με την πρόοδο της μυθοπλασίας. Κατά κάποιον τρόπο αυτονομούνται, διαμορφώνουν τον χαρακτήρα τους και υπαγορεύουν τα βήματά τους. Αγωνιώ πάντα τι θα γίνει παρακάτω, τι θα γεννήσουν οι ήρωες, η φαντασία μου και η επινόηση. Οσον αφορά τα ονόματα αποτελεί για μένα σημαντικό ζήτημα. Θέλω να ταιριάζουν με την προσωπικότητά τους. Λειτουργώ με ένα αισθητικό κριτήριο το οποίο αδυνατώ να περιγράψω, εμπεριέχει το στοιχείο της έμπνευσης. Σε ορισμένα ονόματα προσδίδω και συμβολικό χαρακτήρα. Για παράδειγμα στο «Ιμαρέτ» η Αγνή συμβολίζει την αγνότητα, η Αναστασία την επαναφορά στη ζωή, ο Ντογάν τον φανατικό και τον πολεμοχαρή, καθώς στα τούρκικα σημαίνει γεράκι, ο Κρόκαλος, τον σκληρόκαρδο. Επιλέγω και ονόματα της εκάστοτε εποχής όπως το Λιόντος, το οποίο συνάμα παραπέμπει στο λιοντάρι.
Είστε ένας από τους πιο διαβασμένους Ελληνες λογοτέχνες. Νιώθετε ότι έχετε θυσιάσει ένα κομμάτι από τον εαυτό σας ή από τη ζωή σας για να το πετύχετε;
Ποτέ δεν ένιωσα να θυσίασα οτιδήποτε. Απεναντίας θεωρώ ότι ανακάλυψα τον εαυτό μου και αισθάνομαι ότι γράφοντας κέρδισα πολλές ζωές.
Ποια είναι η θέση του έρωτα στο έργο σας και στη ζωή σας;
Καθοριστικός, η πεμπτουσία της ζωής.
Εκτός από μυθιστορήματα γράφετε ποιήματα και στίχους. Ποιο από τα τραγούδια που έχετε γράψει μιλάει περισσότερο στην καρδιά σας;
Θα αναφέρω δύο, στα οποία ο Ορφέας Περίδης έγραψε τη μουσική και συνάμα τα ερμήνευσε. Το «Γιατί πολύ σ’ αγάπησα» και το ρεφρέν από το «Λυγμών καρπός»: «Εγώ λυγμών καρπός/εγώ ματαίων κόπος/εγώ ο άκτιστος ναός/ εγώ κρανίου τόπος/ και συ της γης φιλί/και συ της γης το σώμα/ με των ονείρων τη θηλή/ μου γλύκανες το στόμα».
Στα βιβλία σας, στην πορεία της αφήγησης παρακολουθούμε τους ήρωές σας να αλλάζουν, να εξελίσσονται. Συμβαίνει το ίδιο και με τον συγγραφέα; Νιώθετε ότι έχετε αλλάξει κάθε φορά που ολοκληρώνετε ένα έργο σας;
Από παιγνιώδη σκοπιά, κι όχι μόνο, κάθε βιβλίο με φορτώνει, λόγω της καταπόνησης, κι από ένα κουσούρι: εμβοές, τενοντίτιδες… Πέραν αυτών ο πρώτος που διδάσκεται και πασχίζει να θέσει σε εφαρμογή όσα καταγράφω είμαι ο ίδιος. Μαθαίνω, βελτιώνω πτυχές του χαρακτήρα μου, ανακαλύπτω τον έσω και έξω κόσμο και αλλάζω κατά το δυνατόν, μια και θεωρώ ότι όλοι μας κτιζόμαστε ως προς τις βασικές εκφάνσεις της ψυχής μας μέχρι τα 18-20 και δύσκολα ανατρέπονται.
*Ο Γιάννης Καλπούζος γεννήθηκε το 1960 στο χωριό Μελάτες της Αρτας. Εχει γράψει ποιητικές συλλογές, στίχους για 80 τραγούδια, διηγήματα και μυθιστορήματα, πολλά από τα οποία έχουν βραβευτεί. Το «Ιμαρέτ», τιμήθηκε το 2009 με το Βραβείο Αναγνωστών του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου και έχει μεταφραστεί στα Πολωνικά, στα Τουρκικά, στα Αραβικά και στα Αγγλικά. Κυκλοφορεί και διασκευασμένο για εφήβους.
(www.ekirikas.com)