Το Υπουργείο Πολιτισμού Ελλάδας επιμένει στη νομική διεκδίκηση αρχαίου αντικειμένου από τον οίκο Sotheby’s στη Νέα Υόρκη
Το Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού της Ελλάδας (ΥΠΠΟΑ), επιμένει στη νομική διεκδίκηση της κυριότητας ενός χάλκινου ειδωλίου αλόγου του 8ου αι. π.Χ., ενός αντικειμένου που εξήχθη παράνομα από την ελληνική επικράτεια και για το οποίο το ελληνικό υπουργείο δέχθηκε έως και αγωγή από τους σημερινούς κατόχους του, τους κληρονόμους του ζεύγους Χάουαρντ και Σαρέτα Μπαρνέτ (Howard & Saretta Barnet) και από τον οίκο Sotheby’s, που επρόκειτο να το δημοπρατήσει για λογαριασμό των πρώτων.
Στις 21 Ιουνίου 2019 εκδόθηκε απόφαση από το Περιφερειακό δικαστήριο της Νότιας Περιφέρειας της Νέας Υόρκης, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα της ελληνικής πλευράς που υποστήριζε την αναρμοδιότητα των αμερικανικών δικαστηρίων να εκδικάσουν υπόθεση που άπτεται σε θέμα κυριότητας του ελληνικού δημοσίου.
Επί της απόφασης αυτής θα ασκηθεί έφεση από την ελληνική πλευρά, σύμφωνα με πληροφορίες του «Ε.Κ.». Ειδικότερα, το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, όπως αναφέρουν οι πληροφορίες, σε συνεργασία με το Υπουργείο Πολιτισμού, ανέθεσε την υπόθεση της έφεσης στα νομικά γραφεία Amineddoleh & Associates LLC, που είχε αναλάβει και πρωτόδικα την υπόθεση, και Foley Hoag LLP.
Το χρονικό
Η αγωγή εναντίον της Ελλάδας, όπως έγραψε η «Financial Times», κατατέθηκε στις 5 Ιουνίου 2018 στη Νέα Υόρκη και θεωρείτο η πρώτη κατά μίας κυβέρνησης, καθώς συνήθως κινείται η αντίθετη διαδικασία: Οι χώρες απευθύνονται στα δικαστήρια για να διεκδικήσουν αρχαία αντικείμενα από οίκους δημοπρασιών, ιδιώτες συλλέκτες αλλά και μουσεία.
Το διεκδικούμενο αγαλματίδιο, ένα χάλκινο ειδώλιο ίππου που χρονολογείται στον 8ο αι. π.Χ., επρόκειτο να δημοπρατηθεί από τον οίκο Sotheby’s στη Νέα Υόρκη στις 14 Μαΐου 2018, μαζί με άλλα αντικείμενα από τη συλλογή των Μπαρνέτ, με εκτιμώμενη τιμή εκκίνησης μεταξύ $150.000 έως $250.000. Αναφορικά με την προέλευση του ειδωλίου ο οίκος ανέφερε την εξής σειρά διαδοχής του κινητού μνημείου.
Δημοπρατήθηκε για πρώτη φορά από τον οίκο Münzen und Medaillen AG στη Βασιλεία της Ελβετίας στις 6 Μαΐου 1967. Ο Βρετανός αρχαιοπώλης Robin Symes το απέκτησε πιθανότατα στην άνω δημοπρασία. Ο Howard και η Saretta Barnet αγόρασαν από τον Robin Symes το αντικείμενο στις 16 Νοεμβρίου 1973 και το κατείχαν έως τον θάνατό τους.
Το Υπουργείο Πολιτισμού της Ελλάδας απέστειλε επίσημη επιστολή στον οίκο ζητώντας: α) την απόσυρση του χάλκινου αγαλματιδίου από τη δημοπρασία εξαιτίας της έλλειψης παραστατικών νόμιμης εξαγωγής του από το ελληνικό έδαφος και του εντοπισμού της φωτογραφίας του αντικειμένου σε κατασχεθέν στη Σχοινούσα το 2006 φωτογραφικό αρχείο των Symes-Μιχαηλίδη, και β) τη συνεργασία του οίκου στον επαναπατρισμό του ειδωλίου ως αρχαίου κινητού μνημείου, ανήκοντος αποκλειστικά στο ελληνικό κράτος, σύμφωνα με την ελληνική αρχαιολογική νομοθεσία και τις διεθνείς συμβάσεις.
Παράλληλα το Υπουργείο στις 4 Μαΐου 2018 ζήτησε από την Interpol να διερευνήσει το σύνολο των παραστατικών απόκτησης του ειδωλίου, με έμφαση στα παραστατικά που αφορούν στην πρώτη του δημοπράτηση, το 1967, προκειμένου να διαπιστωθεί ο χρόνος και ο τρόπος εξαγωγής του από την Ελλάδα. Ωστόσο, η έρευνα απέβη άκαρπη λόγω της παρέλευσης μισού αιώνα από τη δημοπρασία και της αναμενόμενης καταστροφής των παραστατικών του ελβετικού οίκου.
Εν τω μεταξύ ο οίκος Sotheby’s απέσυρε την παραμονή της δημοπρασίας το χάλκινο ειδώλιο, γιατί η επέμβαση της Ελλάδας, όπως ανέφερε σε επιστολή του προς το Υπουργείο Πολιτισμού, προκάλεσε ένα «σύννεφο αμφισβήτησης» γύρω από το αντικείμενο και επηρέασε την εμπορική του αξία (marketability).
Στην ίδια επιστολή ζήτησε να του προσκομιστούν συγκεκριμένα στοιχεία σχετικά με τον χρόνο και τον τρόπο εξαγωγής του από τη χώρα εντός πολύ αυστηρής χρονικής προθεσμίας, η οποία σε καμία περίπτωση δεν επαρκούσε για την επίσημη μετάφραση των εγγράφων που έπρεπε να αποσταλούν ως επίρρωση των ελληνικών θέσεων.
Το ελληνικό Υπουργείο Πολιτισμού πληροφορήθηκε από δημοσίευμα στους Financial Times στις 5 Ιουνίου 2018 ότι οι κληρονόμοι του ζεύγους Μπαρνέτ και ο οίκος Sotheby’s υπέβαλαν αγωγή κατά του ελληνικού δημοσίου, με την οποία ζητούσαν από το δικαστήριο: α) να αναγνωρίσει την οικογένεια Μπαρνέτ ιδιοκτήτη του ειδωλίου, καθώς, κατ’αυτούς, το ελληνικό κράτος δεν μπορεί να έχει ιδιοκτησιακά δικαιώματα επί του αντικειμένου, και β) να επιτρέψει στον οίκο να προχωρήσει στην εκποίηση του ειδωλίου για λογαριασμό της οικογένειας Μπαρνέτ. Η κλήση του Περιφερειακού δικαστηρίου της Νέας Υόρκης με συνημμένο το κείμενο της αγωγής επιδόθηκε επίσημα στο ελληνικό δημόσιο έναν μήνα αργότερα.
Το Υπουργείο Πολιτισμού, σε συνεργασία με το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, προσέλαβε πληρεξούσιο δικηγόρο, προκειμένου να προασπίσει τα συμφέροντα του ελληνικού δημοσίου στην εκδίκαση της υπόθεσης στηριζόμενο στις διατάξεις του αρχαιολογικού νόμου, σύμφωνα με τις οποίες τα αρχαία κινητά μνημεία ανήκουν στην αποκλειστική κυριότητα και νομή του ελληνικού δημοσίου, είναι ανεπίδεκτα χρησικτησίας και δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο συναλλαγής (extra commercium).
Στις 21 Ιουνίου 2019 εκδόθηκε η απόφαση του δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα της ελληνικής πλευράς που υποστήριζε την αναρμοδιότητα των αμερικανικών δικαστηρίων να εκδικάσουν υπόθεση που άπτεται σε θέματα κυριότητας του ελληνικού δημοσίου.
Η Ελλάδα θα ασκήσει έφεση επί της δικαστικής απόφασης. Για ακόμη μία φορά η χώρα θα συρθεί στα δικαστήρια για να αποδείξει ότι τα αρχαία κινητά της μνημεία ανήκουν αποκλειστικώς στην κυριότητα του ελληνικού κράτους και απαγορεύεται η παράνομη εξαγωγή τους από το ελληνικό έδαφος, αρχή που προστατεύεται με νομοθετική ρύθμιση ήδη από τα πρώτα χρόνια του Ανεξάρτητου Ελληνικού Κράτους, το 1834, ενώ επαναλαμβάνεται σταθερά στην αρχαιολογική της νομοθεσία (1932, 2002).
Οι αρχαιότητες δεν πρέπει να εξομοιώνονται με έργα τέχνης, είναι αντικείμενα άμεσα συνυφασμένα με την ιστορία και την πολιτιστική κληρονομιά μιας χώρας, στην προκειμένη περίπτωση της Ελλάδας. Αυτό πρέπει να γίνει κατανοητό σε όλους όσους θέλουν να συνδράμουν τη χώρα στον δίκαιο αγώνα της.
(www.ekirikas.com)