Οι Έλληνες οινοπαραγωγοί κατακτούν την αγορά της Πολωνίας
Με αργά αλλά σταθερά βήματα και αρκετά εμπόδια προσπαθούν οι Έλληνες οινοπαραγωγοί να εισέλθουν στις ξένες αγορές παρά το γεγονός ότι τα ελληνικά κρασιά διακρίνονται για την υψηλή τους ποιότητα. Βασικό εμπόδιο αποτελεί ο ανταγωνισμός και η σχετικά υψηλή τιμή των ελληνικών προϊόντων έναντι άλλων.
Παρά το γεγονός ότι λόγω του ανταγωνισμού και του τρόπου λειτουργίας των ελληνικών επιχειρήσεων του κλάδου (και των τρωτών που τις εμποδίζει να αναπτυχθούν), υπάρχει ακόμη «λίγος χώρος» για τις ελληνικές επιχειρήσεις στο εξωτερικό, κάποιες τολμούν να κάνουν το δικό τους άνοιγμα στις ξένες αγορές. Ενδεικτικό παράδειγμα αποτελεί η αγορά της Πολωνίας όπου ο ημίγλυκος οίνος αντιπροσωπεύει τις 3 στις 5 φιάλες ελληνικού κρασιού που πωλούνται στη συγκεκριμένη αγορά. Όπως δείχνουν τα στοιχεία έρευνας του Γραφείου Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων της ελληνικής πρεσβείας στη Βαρσοβία. οι τρεις οινοπαραγωγοί εταιρείες με την ισχυρότερη παρουσία στη χώρα είναι οι: Μπουτάρης, Τσάνταλης και Κουρτάκης.
Όπως δείχνουν τα στοιχεία της προηγούμενης ενότητας, στα ελληνικά κρασιά αντιστοιχεί μικρό μερίδιο των συνολικών πολωνικών εισαγωγών οίνου.
Η υστέρηση αποδίδεται, κυρίως, στους ακόλουθους παράγοντες:
-Ανταγωνισμός: Ο ανταγωνισμός είναι ιδιαίτερα έντονος σε μια ανερχόμενη αγορά 38,5 εκ. κατοίκων, αφού, όπως προαναφέρθηκε, εισάγονται κρασιά από όλες σχεδόν τις οινοπαραγωγούς χώρες
-Τιμή: Η τελική τιμή πώλησης των ελληνικών κρασιών υπερβαίνει σημαντικά τον μ.ό. των ανταγωνιστικών προϊόντων (το 85% της αγοράς λιανικής κινείται στην τιμή των 25 Ζλότυ)
-Προβολή / Αναγνωρισιμότητα: Η σχετικά υψηλή τιμή πώλησης των ελληνικών κρασιών δε συνοδεύεται από αυξημένη αναγνωρισιμότητα, η οποία θα δικαιολογούσε τη διαφορά στην τιμή. Οι Πολωνοί καταναλωτές θα ήταν ίσως διατεθειμένοι να προτιμήσουν το ακριβότερο ελληνικό προϊόν εάν η φήμη του ήταν εξίσου ελκυστική με εκείνη του γαλλικού ή του ισπανικού. Το ελληνικό brand name γίνεται βεβαίως θετικά δεκτό στην εδώ αγορά, καθώς τη χώρα μας επισκέφθηκαν σχεδόν 1.000.000 Πολωνοί το 2017. Ωστόσο, ειδικά στο σκέλος του κρασιού, δεν υπάρχει ούτε η «αναγνωρισμένη υπεροχή» των γαλλικών κρασιών ούτε η έντονη και συστηματική προβολή των ιταλικών και άλλων κρασιών, μέσω εκδηλώσεων, διαφημίσεων και άλλων δράσεων.
-Ομογένεια / Επιχειρήσεις: Δεν υπάρχει ελληνική ομογένεια του μεγέθους άλλων χωρών (π.χ. Γερμανία), που θα μπορούσε να υποστηρίξει αποτελεσματικά την αγορά ελληνικών κρασιών. Δεν υφίσταται, επίσης, ελληνική αλυσίδα supermarket, μέσω της οποίας θα μπορούσαν να διακινηθούν ευκολότερα τα ελληνικά προϊόντα. Για λόγους σύγκρισης, αναφέρεται ότι η αλυσίδα BIEDRONKA (συμφερόντων Jeronimo Martins) έχει διευκολύνει κατά πολύ την είσοδο των πορτογαλικών προϊόντων στην εδώ αγορά. Μικρός είναι ο αριθμός των ελληνικών εστιατορίων (30-40) που θα μπορούσαν να απορροφήσουν ποσότητες ελληνικών κρασιών. Δεν υφίστανται, τέλος, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων πολύ μικρής εμβέλειας, σημεία λιανικής πώλησης αποκλειστικά ελληνικών προϊόντων
-Κατηγοριοποίηση: Μια συχνά εμφανιζόμενη πρακτική δυσκολία αφορά την ταξινόμηση ελληνικών ποικιλιών (π.χ. Αγιωργίτικο, Αθήρι, Μαλαγουζιά, Μοσχάτο, Ξυνόμαυρο κλπ.) σε γνωστές κατηγορίες με τις οποίες είναι εξοικειωμένοι εισαγωγείς, πωλητές και καταναλωτές (Pinot Noir, Chardonnay, Cabernet Sauvignon, Merlot, Syrah κλπ.). Η ταξινόμηση αυτή, αν και δεν είναι συμβατή με την επιθυμητή εικόνα των διακριτών ελληνικών ποικιλιών, μπορεί να αποδειχθεί χρήσιμη, ιδίως στην περίπτωση της ένταξης των ελληνικών προϊόντων στα μενού εστιατορίων, δεδομένης της συγκριτικά μειωμένης αναγνωρισιμότητας των ελληνικών κρασιών.
Πηγή: insider.gr