Τελικά, μεγαλώνουν «Ελληνάκια» στην Αυστραλία;

ΟΜΟΓΕΝΕΙΑΚΑ-ΠΑΡΟΙΚΙΑΚΑ-ΚΟΙΝΟΤΗΤΕΣ

ΘΕΟΔΩΡΑ ΜΑΪΟΥ/ neoskosmos.com

Θέλουμε να μιλούν Ελληνικά, να συνδιαλέγονται με τον παππού και τη γιαγιά, να παρελαύνουν στις εθνικές επετείους κουνώντας περήφανα τις ελληνικές σημαιούλες κι ας μην έχουν ιδέα γιατί το κάνουν, να λαμβάνουν θεία κοινωνία και ας αγνοούν τη σημασία της και, φυσικά, να αγαπούν την πατρίδα των προγόνων τους κι ας μην την έχουν δει ούτε στο χάρτη, πόσο μάλλον από κοντά.

Μήπως όμως ήρθε η ώρα να αναλογιστούμε… πόσο δίκαιο, θεμιτό και εφικτό είναι τελικά για τη νέα γενιά ελληνόπουλων της Αυστραλίας να καταφέρουν όλα αυτά;
«Αυτό είναι ένα θέμα το οποίο διαρκώς θα το βρίσκουμε μπροστά μας έως ότου κατανοήσουμε όλοι, γονείς, παππούδες και γιαγιάδες, ότι για να έχουμε το θεμιτό αποτέλεσμα πρέπει εμείς οι ίδιοι να διδάξουμε τα παιδιά μας, μέσα από τον δικό μας τρόπο ζωής, τι ακριβώς σημαίνει να είσαι Έλληνας, να τους εισάγουμε στα πραγματικά ήθη, έθιμα και παραδόσεις της πατρίδας μας που δεν περιορίζονται στα βασικά και τα εύκολα αλλά απαιτούν να εμβαθύνουμε σε ζητήματα ιστορίας, γεωγραφίας και πολιτισμού» λέει στον «Νέο Κόσμο» ο πρώην εκπαιδευτικός και δάσκαλος Ελληνικών, Ιωάννης Μητρουσίδης.

Ο κ. Μητρουσίδης γεννήθηκε στο Φλάμπουρο Φλώρινας, είναι πρόεδρος της Αδελφότητας Δυτικής Μακεδονίας «Παύλος Μελάς» και συμμετέχει στην «Οργανωτική Επιτροπή του Φεστιβάλ «Δημήτρια» της Παμμακεδονικής Ομοσπονδίας Νότιας Αυστραλίας.
Για τον δραστήριο εκπαιδευτικό, ο οποίος γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Βόρεια Ελλάδα, το μυστικό της επιτυχημένης γνώσης κρύβεται μέσα στο σπίτι των ίδιων των γονέων.

Μήπως τελικά, όμως, οι ίδιοι οι γονείς και η αθάνατη, περήφανη ελληνική οικογένεια δεν το ξέρει ή και αρνείται πεισματικά να το δει;
Σύμφωνα με τον κ. Μητρουσίδη, σημασία δεν έχει να πιέσουμε με «πρέπει» και χίλιους-δυό κανόνες τα παιδιά μας να αγαπήσουν τα Ελληνικά, αλλά να βρούμε εμείς οι ίδιοι τρόπους να εμπνεύσουμε, από τη βρεφική ακόμα ηλικία, τα νέα ελληνόπουλα μέσα από τη μουσική, το χορό, τα τραγούδια, τα διάφορα παιδικά τηλεοπτικά προγράμματα, τις παροικιακές εκδηλώσεις και, φυσικά, με τον παραδειγματισμό «με το να μιλάμε και εμείς οι ίδιοι Ελληνικά, δείχνοντας στα παιδιά μας καθώς μεγαλώνουν γιατί και πόσο σημαντικό είναι να γνωρίζουμε και να αποδεχόμαστε την ταυτότητά μας και, φυσικά, να αγκαλιάζουμε τις ρίζες μας.
«Ένα παιδί μαθαίνει πρώτα από τους γονείς και μετέπειτα από τους εκπαιδευτικούς γι’ αυτό η συνεργασία των δύο πλευρών με μεγάλους υποστηρικτές και αρωγούς τον παππού και την γιαγιά, οφείλει να δημιουργήσει ένα ελληνικό περιβάλλον όπου το παιδί νιώθει ασφαλές και χαρούμενο. Μόνο τότε θα νιώσει ελεύθερο να προσπαθήσει. Μόνο τότε τα παιδιά θα αρχίσουν να δείχνουν ένα ενδιαφέρον στο διαφορετικό. Από τη στιγμή εκείνη είναι πλέον χρέος του δασκάλου να δημιουργήσει ένα περιβάλλον που θα εμπνεύσει τα παιδιά να εξερευνήσουν την ιστορία τους και να αναπτύξουν την περιέργεια για αυτό που λέγεται Ελλάδα και όλοι δοξάζουν.

«Αν εμείς οι ίδιοι, όμως, δεν είμαστε πρωτίστως πραγματικοί Έλληνες, και με αυτό δεν εννοώ μόνο Έλληνες στα χαρτιά, στα λόγια και στο διαβατήριο, αλλά επί της ουσίας, αν εμείς οι ίδιοι δεν είμαστε γνώστες του παρελθόντος και της ιστορίας μας, αν δεν μιλάμε την γλώσσα μας σωστά και δεν τολμούμε να ρισκάρουμε μαζί με τα παιδιά μας, να κάνουμε λάθος, να γελάσουμε με τα σφάλματά μας και να μάθουμε από αυτά τότε πώς ακριβώς θα εμπνεύσουμε τα αγαπημένα μας μικρά παιδιά να γίνουν συνεχιστές της πολιτιστικής και πολιτισμικής κληρονομιάς μας»;
Τα παιδιά μαθαίνουν ό,τι βλέπουν, επαναλαμβάνουν ό,τι ακούν και απορρίπτουν ό,τι δεν καταλαβαίνουν.

Παρά τα εκατοντάδες ελληνικά σχολεία, τα κατηχητικά και τις εκκλησίες, μια επίσκεψη σε ένα οποιοδήποτε ελληνικό σχολείο της Αυστραλίας σήμερα, αρκεί για να καταλάβει -αυτός που θέλει και τον ενδιαφέρει να καταλάβει- ότι στην πλειοψηφία τους οι τρίτες και τέταρτες γενιές Ελλήνων της Αυστραλίας, δεν μιλούν Ελληνικά. Και αν μιλούν, δεν μιλούν σωστά. Το παιδί δεν μιλά σωστά. Ο πατέρας δεν μιλά σωστά. Η μητέρα δεν μιλά σωστά. Η δασκάλα και ο δάσκαλος δεν μιλούν σωστά.

Πόσες φορές δεν έχουμε όλοι βρεθεί μπροστά σε ανάλογα περιστατικά που οι γονείς ζητούν από το παιδί να μιλήσει Ελληνικά. Πόσο δύσκολο είναι να καταλάβουμε ότι μια σπαστή καλημέρα, ένα παιδικό τραγουδάκι και ένα ποίημα δύο προτάσεις όλες και όλες δεν είναι Ελληνικά;
Πόσο δύσκολο είναι να καταλάβουμε ότι τα παιδιά μας για να είναι Έλληνες, πρέπει και να μιλούν, να διαβάζουν και να γράφουν Ελληνικά;

Και όμως τελευταία φαίνεται ότι κανείς δεν ενοχλείται και κανείς δεν προσπαθεί. Αρκεί σε όλους μας απλώς το παιδί να «πετάει πού και πού» στον καημένο τον παππού που περιμένει και την καημένη την γιαγιά που καμαρώνει, τα βασικά. Ας τα λέει λάθος, ας τα λέει σπαστά. Μόνο να τα πει!
Μας διαφεύγει όμως ότι το παιδί είναι Έλληνας, όσο εμείς του επιτρέπουμε να είναι και προλαβαίνουμε να του δείξουμε. Μας διαφεύγει επίσης ότι η δικαιολογία του χρόνου, της δύσκολης καθημερινότητας, του απαιτητικού σχολείου, της αγγλοσαξωνικής Αυστραλίας, της άτιμης της ξενιτιάς, είναι τελικά αυτό ακριβώς. Ανόητες δικαιολογίες και αέναη οκνηρία από κάθε πλευρά.

Αγνοούμε επίσης ότι κάθε παιδί, όσο έξυπνο και αν είναι, για να τα «πει» πρέπει να έχει και κάποιον από δίπλα να του τα μάθει. Κι αυτός ο κάποιος οφείλει πρώτα να ξέρει τί λέει και μετά να απαιτεί και να κομπορρημονεί.
Οφείλει να τα λέει ο ίδιος. Και οφείλει να τα λέει σωστά. Καθαρά, Ελληνικά.

Άραγε, τι δικαιολογία θα βρούμε αυτή τη φορά;
Ποιος φταίει που τα παιδιά μας δεν μιλούν Ελληνικά και πόσες γενιές θα περάσουν έως ότου χάσουμε εντελώς τη γλώσσα μας στην ξενιτιά;
Μήπως, τελικά, ήρθε η ώρα να κοιτάξουμε όλοι μέσα μας και να αναρωτηθούμε, ποιον θα βρούμε να κατηγορήσουμε αυτή τη φορά, και ποιον κοροϊδεύουμε τελικά;