Ευαγγελία Θεοδωρίδου: Οταν η μετανάστευση γίνεται έμπνευση

ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Το βιβλίο «Η Ωδή…σσεια μιας έφηβης» της Ευαγγελίας Θεοδωρίδου* κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Πατάκη, και σε χρόνο ρεκόρ έγινε μπεστ σέλερ. Το θέμα του, επίκαιρο μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα, αγγίζει όλους εμάς που μεταναστεύσαμε σε ώριμη σχετικά ηλικία με παιδιά στην εφηβεία. Πώς αντιμετωπίζουν οι έφηβοι την αλλαγή χώρας; Πόσο εύκολο είναι να αφήσουν πίσω τη ζωή τους, το σχολείο, τις παρέες, τις συνήθειές τους και να προσαρμοστούν σε έναν τελείως διαφορετικό τρόπο ζωής; Η Ευαγγελία μάς δίνει τις δικές της απαντήσεις σε όλα αυτά τα ερωτήματα μέσα από τη φωνή της Δάφνης, της ηρωίδας της, σε ένα συναρπαστικό βιβλίο για εφήβους, αλλά και για όσους θέλουν να ξανανιώσουν έφηβοι.

Πώς ξεκίνησες να ασχολείσαι με τη συγγραφή βιβλίων και γιατί επέλεξες το παιδικό-εφηβικό ως είδος για να εκφραστείς;

Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, διαβάζω. Ο Αγιος Βασίλης κάθε χρονιά μου έφερνε ένα βιβλίο, μέχρι που κάποια Πρωτοχρονιά κάτω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο μού άφησε μια γραφομηχανή για να γράφω τα δικά μου βιβλία. Υποψιάζομαι πως μάλλον είχε διαβάσει το γράμμα μου, στο οποίο του είχα εκμυστηρευτεί πως όταν μεγαλώσω θα ήθελα να γίνω συγγραφέας.
Αυτή η παιδική μου επιθυμία, όταν μεταναστεύσαμε στη Σουηδία έγινε ανάγκη. Ανάγκη να συνεχίσω να μιλάω, να σκέφτομαι, να γράφω στη μητρική μου γλώσσα. Ανάγκη να μην κόψω τον ομφάλιο λώρο που με συνέδεε με το παρελθόν μου και με τη ζωή που άφησα πίσω στην Ελλάδα.
Ξεκίνησα λοιπόν να παρακολουθώ εξ αποστάσεως μαθήματα δημιουργικής γραφής στη σχολή Tabula Rasa και με την καθοδήγηση της καθηγήτριάς μου αλλά και πολύ καλής μου φίλης Αντιγόνης Πόμμερ, έκανα πραγματικότητα το όνειρό μου.

Αν και έχω γράψει αρκετά διηγήματα και παραμύθια, τα περισσότερα από τα οποία έχουν διακριθεί σε πανελλήνιους διαγωνισμούς, η «Ωδή…σσεια μιας έφηβης» που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πατάκη είναι το πρώτο μου μυθιστόρημα.
Η αλήθεια είναι πως δεν επέλεξα εγώ το εφηβικό μυθιστόρημα. Εκείνο επέλεξε εμένα. «Τι σου μιλάω, αφού δεν καταλαβαίνεις» μου είπε σε μια συζήτησή μας η δεκαπεντάχρονη κόρη μου και αυτή η φράση της μου έδωσε την έμπνευση για να γράψω το βιβλίο που κρατάτε στα χέρια σας.

Η «Ωδή-σσεια μιας έφηβης» έχει ήδη γίνει μπεστ σέλερ. Για ποιους λόγους πιστεύεις ότι το βιβλίο σου αγαπήθηκε τόσο πολύ από τους αναγνώστες;

Νομίζω πως σ’ αυτήν την ερώτηση είναι καλύτερα να απαντήσουν οι ίδιοι οι αναγνώστες του βιβλίου.
Η Χαρούλα, μία έφηβη αναγνώστρια, μου έστειλε ένα μήνυμα, μέσα στο οποίο, εκτός των άλλων, έγραφε: «….ταυτίστηκα απόλυτα με την Δάφνη…» ενώ η Γεωργία, μητέρα δύο μικρών παιδιών, μου ανέφερε: «…μέσα στις σελίδες σου συνάντησα την έφηβη που ήμουν κάποτε…» και ο Αντώνης, πατέρας ενός έφηβου αγοριού, μου είπε: «…σκοπεύουμε να μεταναστεύσουμε το καλοκαίρι στην Αγγλία και δεν ξέρουμε πώς θα το πάρει ο δεκατριάχρονος γιος μας. Τώρα έχουμε μια ιδέα για το τι μας περιμένει…».

Η Δάφνη, η ηρωίδα της ιστορίας σου είναι ένα κορίτσι στην εφηβεία που μεταναστεύει με τους γονείς της στη Σουηδία. Πόσο εύκολο ήταν για εσένα να μπεις στην ψυχολογία μιας εφήβου;

Κανένας δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι είναι εύκολο να μπει στην ψυχολογία μιας εφήβου. Ως παιδαγωγός έχω διαβάσει και εξακολουθώ να διαβάζω οτιδήποτε έχει σχέση με το παιδί από τη βρεφική του ηλικία μέχρι και την ενηλικίωση. Η δομή και η λειτουργία του εκπαιδευτικού συστήματος στη Σουηδία μου δίνει την ευκαιρία ως εκπαιδευτικός να συναναστρέφομαι με παιδιά διαφόρων ηλικιών. Μου αρέσει να συζητάω μαζί τους, να ακούω τις ανησυχίες τους, τα προβλήματά τους αλλά και τα όνειρά τους για το μέλλον. Η μελέτη και η εμπειρία πολλών ετών ήρθε και «έδεσε» με το ρόλο μου ως μητέρα με δύο κόρες στην εφηβεία. Το αποτέλεσμα είναι να αισθάνομαι πλέον περισσότερο σαν έφηβη παρά ως ενήλικας.

Ποιος από τους ήρωες του βιβλίου σου είναι πιο κοντά σε εσένα και γιατί;

«Είσαι τόσο η μαμά της Δάφνης» συνηθίζουν να λένε οι κόρες μου και εγώ γελάω, γιατί εν μέρει έχουν δίκιο. Από την άλλη πάλι, η ιστορία της Δάφνης, της δεκαπεντάχρονης ηρωίδας του βιβλίου μου είναι ουσιαστικά η ιστορία της δικής μου εφηβικής ζωής.
Είμαι τόσο κοντά και στις δύο αυτές ηρωίδες όσο κοντά είναι και εκείνες μεταξύ τους, όπως διαπιστώνει και ο αναγνώστης στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου.

«Κουράστηκα πια να μου λέτε τι να κάνω. Αυτή τη φορά θα κάνω αυτό που θέλω εγώ και σε όποιον αρέσω…» λέει κάποια στιγμή η Δάφνη. Τι θα απαντούσες στην Δάφνη, αν ήσουν η μαμά της;

Κατ’ αρχάς θα της έδινα το χρόνο που χρειάζεται για να ολοκληρώσει το ξέσπασμά της και έπειτα θα της ζητούσα να μου πει τι ακριβώς την έχει κουράσει. Θα της εξηγούσα ότι οι άνθρωποι δεν γίνεται να συμφωνούν πάντα μεταξύ τους. Αυτός όμως δεν είναι λόγος να φτάνουν στα άκρα.
Κατά τη διάρκεια της συζήτησής μας θα παραδεχόμουν τα λάθη μου αλλά ταυτόχρονα θα της έδινα να καταλάβει ότι ως γονέας πρέπει να λαμβάνω και αποφάσεις οι οποίες επηρεάζουν και τη ζωή των παιδιών μου, πράγμα καθόλου εύκολο.
Τέλος, θα της υποσχόμουν ότι πάντα θα προσπαθώ για το καλύτερο. Δεν θα μπορούσα όμως ποτέ να της εγγυηθώ πως οι αποφάσεις μου θα την βρίσκουν πάντα σύμφωνη.

Πριν από εφτά χρόνια μετανάστευσες με την οικογένειά σου στην Ουμέα της Σουηδίας. Τι σε βοήθησε να προσαρμοστείς και να είσαι πλέον μόνιμος κάτοικος Σουηδίας;

Οταν ήρθαμε στη Ουμέα, δεν είχα κανέναν άλλον πέρα από την οικογένειά μου. Σιγά σιγά όμως είχα την τύχη να συναναστραφώ με αξιόλογους ανθρώπους κυρίως μέσα από το χώρο εκμάθησης της σουηδικής γλώσσας και αργότερα μέσα από το χώρο εργασίας μου, οι οποίοι με βοήθησαν να προσαρμοστώ στις νέες συνθήκες.
Αυτό όμως που πιστεύω πως έπαιξε σημαντικό ρόλο είναι ότι όταν έφυγα από την Ελλάδα άφησα πίσω μου όλες τις αμφιβολίες για το εάν πήρα τη σωστή απόφαση. Δεν έπεσα στην παγίδα να κάνω συγκρίσεις αυτού που άφησα και αυτού που βρήκα. Την μετανάστευση στη Σουηδία από την πρώτη στιγμή την είδα σαν μια ευκαιρία να μάθω και να κάνω καινούργια πράγματα.

Πόσο εύκολη ήταν η μετανάστευση για τις κόρες σου; Ποιο ήταν το μεγαλύτερο πρόβλημα που έπρεπε να αντιμετωπίσεις σε σχέση με τα παιδιά σου;

Οταν αποφασίσαμε με τον σύζυγό μου να έρθουμε στη Σουηδία, η Παρασκευή και η Φωτεινή ήταν εννέα και επτά χρονών αντίστοιχα, οπότε όλο αυτό το βίωσαν σαν μια περιπέτεια. Το μότο μας σαν οικογένεια είναι: «Ο,τι δεν μας αρέσει το αλλάζουμε».
Οι κόρες μας από μικρές έχουν μάθει πως τα πάντα γύρω μας μπορούν να αλλάξουν ανά πάσα στιγμή. Αλλά θα πρέπει πάντα να προσπαθούμε να κάνουμε ό,τι μας κάνει χαρούμενους και ευτυχισμένους. Μ’ αυτό το σκεπτικό, δέχονται τις όποιες αλλαγές συμβαίνουν στη ζωή μας με λιγότερο άγχος και λιγότερο φόβο.
Η μόνη δυσκολία που είχαμε να αντιμετωπίσουμε ήταν πως τους έλειπαν οι φίλοι τους από την Ελλάδα και τα απογεύματα που βρίσκονταν μαζί με τις παρέες τους και παίζανε. Με την απόκτηση νέων φίλων εδώ στη Σουηδία και την καθημερινή σχεδόν επικοινωνία μέσα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με τους φίλους τους από την Ελλάδα έχουν βρει την ισορροπία που έχουν ανάγκη για να είναι ευτυχισμένες.

Να κλείσουμε τη συνέντευξη με το αγαπημένο σου απόσπασμα από τα λόγια της ηρωίδας σου.

Το ταξίδι μου, που τόσο φοβόμουν, είχε φτάσει στο τέλος του. Μόνο τότε συνειδητοποίησα ότι αυτό που άρχιζε ήταν ακόμα πιο τρομακτικό.

(ekirikas.com