Δημήτρης Μυστακίδης στον «Ε.Κ.»: «Η ελληνική μετανάστευση στην Αμερική είναι μια συγκλονιστική ιστορία»
Τα ρεμπέτικα της Αμερικής είναι ένα κεφάλαιο άγνωστο στο ευρύ κοινό και αχαρτογράφητο ακόμα και για τους μελετητές της λαϊκής και παραδοσιακής μουσικής. Εχουν περάσει πάνω από εκατό χρόνια απ’ όταν γράφτηκαν τα πρώτα ρεμπέτικα του είδους αυτού και ακόμη και σήμερα κανείς δεν μπορεί να δημοσιεύσει έναν πλήρη κατάλογο με όλα τα ρεμπέτικα που ηχογραφήθηκαν στις ΗΠΑ κατά την περίοδο 1910-1935.
Παρά τη ραγδαία εξέλιξη της δισκογραφίας, ένα τεράστιο μέρος της λαϊκής αυτής κληρονομιάς της Διασποράς παραμένει είτε «μπουντρουμιασμένο» ανάμεσα σε χιλιάδες άλλες ηχογραφήσεις της εποχής σε υπόγεια δισκογραφικών και παλαιοπωλείων είτε, ακόμη χειρότερα, έχει χαθεί τελείως γιατί δεν κατέστη εφικτή η καταγραφή του από κάποιον μελετητή ή λαογράφο.
Κακά τα ψέματα, εάν έλεγες σε κάποιον την εποχή εκείνη ότι ασχολείσαι με το ρεμπέτικο, μάλλον θα του δημιουργούσες αποστροφή, μιας και το ρεμπέτικο ήταν συνυφασμένο με την παρανομία, τον υπόκοσμο, τους τεκέδες και τα ναρκωτικά. Είναι κάπως λογικό λοιπόν ένας λόγιος μελετητής να μην μπει στη διαδικασία καταγραφής ενός τέτοιου μουσικού ιδιώματος και να περιφρονεί τους δημιουργούς του.
Το ίδιο ισχύει και για τις δισκογραφικές, οι οποίες δεν δέχονταν να ηχογραφήσουν ρεμπέτικα κομμάτια. Τα πρώτα λοιπόν ρεμπέτικα ηχογραφήθηκαν στην Αμερική στις αρχές του 20ου αιώνα. Ακόμα και εκεί όμως παρέμεναν άγνωστες μεταξύ αγνώστων ηχογραφήσεις που αφορούσαν κατά κύριο λόγο τις μικρές, για την εποχή, κοινότητες Ελλήνων με αποτέλεσμα πολλές από αυτές να μην ανατυπωθούν και να χαθούν με το πέρασμα του χρόνου.
Επίσημοι αριθμοί κάνουν λόγο για περίπου 2.000 κομμάτια τέτοιου είδους που γράφτηκαν στην Αμερική την περίοδο εκείνη. Αργότερα ο αριθμός ανέβηκε στις 6.000, ενώ μαρτυρίες μουσικών της εποχής και των οικογενειών τους αναφέρουν πως ο αριθμός των ηχογραφήσεων «ελληνόφωνων» τραγουδιών (λαϊκά, ρεμπέτικα, δημοτικά κ.λπ.) αγγίζουν τις 12.000, από τις οποίες οι μισές και παραπάνω ήταν ρεμπέτικα τραγούδια.
Οι ηχογραφήσεις αυτές στις ΗΠΑ, μαζί με τις ηχογραφήσεις τραγουδιών που έγιναν στη Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη πριν την Μικρασιατική Καταστροφή, είναι ανυπολόγιστης ιστορικής σημασίας, αφού αποτελούν τις πρώτες καταγραφές αυτού που αποκαλούμε «ελληνική μουσική» και συνεπώς είναι πιο κοντά στις αρχικές μορφές δημιουργίας τους. Σύμφωνα με έρευνες τις οποίες επικαλείται ο δημοσιογράφος-συγγραφέας Πάνος Γεραμάνης «τα τραγούδια που ηχογραφήθηκαν για πρώτη φορά το 1910, ‘δημιουργήθηκαν’ γύρω στο 1800, ίσως και παλιότερα, και ήταν τραγούδια που περνούσαν από γενιά σε γενιά».
Το τεράστιας σημασίας έργο αυτό της ελληνικής πολιτιστικής κληρονομιάς, το οποίο έστω και μερικώς διασώθηκε από τους πρώτους Ελληνες μετανάστες, σιγά-σιγά αρχίζει να μελετάται με τη σοβαρότητα που του αξίζει. Ο «Εθνικός Κήρυκας» ήρθε σε επαφή με τον Δημήτρη Μυστακίδη, κιθαρίστα αλλά και μελετητή της λαϊκής μουσικής και με αφορμή τον τελευταίο του δίσκο «Αμέρικα» συνομίλησε μαζί του για τα τραγούδια αυτά, τη μετανάστευση τότε και σήμερα αλλά και για την μουσική που ενώνει.
Δημήτρη, θα μπορούσες να μου πεις δυο λόγια για τους λόγους που σε οδήγησαν στη δημιουργία του συγκεκριμένου δίσκου;
Ο δίσκος θα γινόταν έτσι κι αλλιώς μιας και ασχολούμαι πολύ με τις τεχνικές της λαϊκής κιθάρας. Μια ιδιαίτερη τεχνική είναι και αυτή που αναπτύχθηκε εκεί, από μετανάστες Έλληνες. Αποτελεί μία ιδιαίτερη κιθαριστική τεχνική, που εμπεριέχει ιδιαίτερα κουρδίσματα μεταξύ άλλων. Οικοδομήθηκε εξολοκλήρου στην Αμερική και είναι επηρεασμένη από την συνύπαρξη ανθρώπων που αλληλοεπίδρασαν στον τόπο αυτόν. Είδαν οι Ελληνες τους μπλουζίστες εκεί να παίζουν με άλλα κουρδίσματα και έτσι αναπτύχθηκε αυτή η τεχνική του ρεμπέτικου της Αμερικής. Είναι ένα παίξιμο υποτονικό, που αφήνει ένα συναίσθημα λύπης.
Η δημιουργία του δίσκου ωστόσο πυροδοτήθηκε και από όλα όσα ζήσαμε εδώ και το μεγάλο μεταναστευτικό κύμα που μας ήρθε. Εξάλλου και εγώ ο ίδιος έχω μια ευαισθησία με τους μετανάστες και το πως αντιμετωπίζονται στις χώρες που πάνε.
Από την άλλη, έβλεπα και τους τωρινούς Ελληνες μετανάστες. Πηγαίναμε για συναυλίες στο εξωτερικό και μιλούσα με Έλληνες εκεί, για το πως τους αντιμετωπίζει η κοινωνία, τους έχουν παραπεταμένους, δεν τους μιλάνε. Δεν μιλάω φυσικά για τους επιστήμονες που πάνε «φυτευτοί» στις δουλειές τους, μιλάω για τον απλό κόσμο που μεταναστεύει. Έβλεπα επίσης και πως συμπεριφερόμαστε κι εμείς εδώ σε αυτούς που έρχονται κυνηγημένοι. Και όλος αυτός ο παραλογισμός με οδήγησε στο να βγάλω τον δίσκο, γιατί ένιωθα πως έπρεπε κι εγώ να πω την άποψή μου, να πω πως βλέπω αυτό το πράγμα που συμβαίνει.
Στη συνέχεια ξεκίνησα να διαβάζω για την ελληνική μετανάστευση στην Αμερική, που είναι μια συγκλονιστική ιστορία, ένα ολόκληρο κεφάλαιο από μόνη της. Και κάπως έτσι προέκυψε το «Αμέρικα».
Γιατί αποφάσισες να κάνεις αυτόν τον δίσκο αποκλειστικά με τραγούδια της Ομογένειας;
Ενας λόγος όπως είπαμε ήταν το μεταναστευτικό, ο δεύτερος η ιδιαίτερη τεχνική που μελετάω και ο τρίτος ήταν το μεγάλο ενδιαφέρον μου για τις ιστορίες αυτών των ανθρώπων. Διάβαζα παράλληλα την ιστορία των μεταναστών στις ΗΠΑ και έβρισκα τραγούδια που κάλυπταν όλες της πτυχές της μεταναστευτικής μας ιστορίας. Όλα δηλαδή όσα έζησαν εκεί τα περιγράφουν μέσα από τα τραγούδια τους
Σε σχέση με τους νέους μετανάστες, μπορούν τα νέα παιδιά που φεύγουν έξω να ταυτιστούν με αυτά τα τραγούδια;
Αν εξαιρέσω τα τραγούδια που έχουν να κάνουν με την παρανομία, τα ναρκωτικά και τον τζόγο, νομίζω ότι και όλα τα άλλα τραγούδια μπορούν να περιγράψουν ακριβώς τις καταστάσεις του σήμερα. Ο έρωτας είναι μία συνθήκη που δεν αλλάζει. Η νοσταλγία επίσης, η νοσταλγία για την πατρίδα ή για τους ανθρώπους που έχεις αφήσει πίσω δεν είναι κάτι που μπορεί να αλλάξει. Τα ίδια ισχύουν και τώρα. Ακόμα και το ταξίδι δεν έχει αλλάξει. Τότε ταξιδεύανε 3 χιλιάδες κόσμος στα αμπάρια και τώρα βλέπεις πως μετακινείται ο κόσμος στη Μεσόγειο.
Οι αναμνήσεις επίσης δεν αλλάζουν. Για τους Ελληνες μπορεί κάπως οι συνθήκες να έχουν απλοποιηθεί. Μπορείς για παράδειγμα να μετακινηθείς πιο εύκολα, να πας στη Γερμανία να δουλέψεις ως επιστήμονας, αλλά η νοσταλγία για τους ανθρώπους που αφήνεις πίσω είναι ακριβώς η ίδια.
Αποτέλεσε το τραγούδι ένα τρόπο σύνδεσης, θύμησης και μνήμης της πατρίδας;
Φυσικά. Σκέψου μόνο ότι οι Έλληνες μετανάστες της πρώτης γενιάς ήταν οι πρώτοι σε αγορά δίσκων. Η μουσική ήταν ένα πράγμα που τους κράτησε ενωμένους. Ηταν το πιο δυνατό εργαλείο για να κρατήσουν την ταυτότητά τους. Βέβαια στην πορεία οι λαϊκοί μουσικοί εκεί έκαναν συνεργασίες με διάφορους άλλους μουσικούς. Πετύχαιναν δηλαδή Αρμένιους, Τούρκους, Πολωνούς ή ό,τι άλλο μπορείς να φανταστείς και παίζανε όλοι μαζί παρέα, δεν είχαν κολλήματα. Οι καλοί μουσικοί, οι φτασμένοι, είναι άνθρωποι χωρίς κόμπλεξ, ακούνε, συνδιαλέγονται, μιλάνε. Είμαι σίγουρος πως και τότε συνέβαινε αυτό. Οπως υπάρχουν σήμερα τα φεστιβάλ, όπου συναντιούνται μουσικοί από όλο τον κόσμο, υπήρχαν τότε οι χώροι συνύπαρξης, όπως τα «καφέ αμάν». Οι άνθρωποι συνυπήρχαν χώρια της έχθρας που επικρατούσε πίσω στον τόπο τους, μπορούσαν για παράδειγμα να κάτσουν οι Βαλκάνιοι μεταξύ τους. Πίσω στην Ελλάδα θα ήταν σκοτωμένοι. Μην ξεχνάς ότι τους ένωνε και ο ίδιος πόνος, το να είσαι ξένος κάπου είναι μία κατάσταση δύσκολη…
Θέλεις να μου πεις γιατί επέλεξες τα συγκεκριμένα κομμάτια για τον δίσκο μέσα από τα τόσα που υπάρχουν;
Τα καταγεγραμμένα τραγούδια είναι πάρα πολλά. Το βασικό μου κριτήριο ήταν ότι ήθελα ο δίσκος να έχει θεματικές. Πρώτα η αναχώρηση, μετά το ταξίδι, το Νησί Ελις, η προσαρμογή στον καινούριο τόπο, ο κοινωνικός αποκλεισμός και ο ρατσισμός που υφίστατο οι Ελληνες και πώς αυτός τους οδηγούσε στην παρανομία και τέλος η νοσταλγία για τον τόπο τους. Ο δίσκος δηλαδή κάνει έναν μεγάλο κύκλο που τα συμπεριλαμβάνει όλα.
Μου είπες ότι παράλληλα με τον δίσκο μελετούσες και την ιστορία της μετανάστευσης. Εχεις να μου δώσεις κάποια ενδεικτική βιβλιογραφία;
Εκτενής βιβλιογραφία δεν υπάρχει, υπάρχει όμως ένα βιβλίο ντοκουμέντο, το «Συναξάρι του Ανδρέα Κορδοπάτη», σε επιμέλεια του Θανάση Βαλτινού. Το βιβλίο αυτό είναι η πραγματική ιστορία του μετανάστη Κορδοπάτη, ο οποίος έκανε 4 φορές το ταξίδι Αμερική- Ελλάδα γιατί δεν μπορούσε να μπει, είχε μια αρρώστια στα μάτια και τελικά πέρασε ως «παράτυπος». Όσο έγραφα τον δίσκο εκδόθηκε και «Η Κόκκινη Αμερική» ένα βιβλίο που έχει πάρα πολλά στοιχεία για τους Έλληνες στις αρχές του προηγούμενου αιώνα εκεί, αλλά αυτό πέρα από την καταγραφή των γεγονότων έχει και ένα ιδεολογικό πρόσημο. Είναι γεγονός πως οι πρώτοι μετανάστες που πήγαν εκεί, πήγαν για να ζήσουν και την ουτοπία, είτε της αναρχίας είτε του κομμουνισμού. Βέβαια αυτό άλλαξε πάρα πολύ γρήγορα…
Θες να μοιραστείς μαζί μας μια ιστορία από τις τόσες που αναφέρονται στα ρεμπέτικα της Αμερικής;
Μια πολύ ωραία ιστορία, και γι’ αυτό συμπεριέλαβα το κομμάτι στον δίσκο, ενώ δεν είναι κιθαριστικό, είναι το «Μην με ξεχνάς στα ξένα», του Αχιλλέα Πούλου. Το συγκεκριμένο κομμάτι το λέει μόνος του, αλλά κανονικά πρόκειται ένα για ντουέτο άντρα με γυναίκα. Μιλάει ο άνδρας από εκεί με τη γυναίκα που έχει μείνει πίσω. Λέει ο άντρας από την Αμερική «μην με ξεχνάς στα ξένα» και απαντάει η γυναίκα «πώς μπορώ να σε ξεχάσω», είναι ένα ερωτικό τραγούδι αλλά και ταυτόχρονα νοσταλγικό. Τότε έφευγαν χωρίς τις γυναίκες τους, πίστευαν ότι θα βγάλουν χρήματα και θα γυρίσουν πίσω. Διαλύθηκαν πάρα πολλά σπίτια με τον τρόπο αυτό.
Οπως βλέπω έχεις συμπεριλάβει και κομμάτι του Κατσαρού, ενός ανθρώπου ορόσημο για την Ομογένεια.
Το συγκεκριμένο τραγούδι του Κατσαρού, «Γιατί δεν μας το λες», είναι πολύ ωραίο. Εάν κάποιος το ακούσει χωρίς να έχει διαβάσει την ιστορία της μετανάστευσης ίσως να μην καταλάβει πως μιλάνε τρεις σε αυτό το τραγούδι. Από την μία πλευρά ήταν οι άντρες που έφευγαν, από την άλλη οι γυναίκες που έμεναν πίσω και υπάρχει και η τρίτη, που εκπροσωπείται από τους άνδρες πίσω που διεκδικούσαν τις γυναίκες των ξενιτεμένων. «Γιατί δεν μας τον λες τον πόνο που έχεις και όλο κλαις» λέει ο τρίτος στους στίχους του τραγουδιού. «Γιατί δεν άνοιξες παρά την πόρτα ασφάλισες». Καταλαβαίνουμε δηλαδή ότι ένα τρίτος άντρας πολιορκεί την γυναίκα αλλά αυτή δεν ενδίδει.
Μιλώντας για τον Κατσαρό, έχεις διαβάσει κάποια άλλη ιστορία που να μην είναι ευρέως γνωστή;
Υπάρχει μία ιστορία που αποδεικνύει πόσο έχουν αλλάξει τα πράγματα σήμερα σε σχέση με την πληροφορία. Λέει λοιπόν η ιστορία ότι η αδερφή του ερχόταν στην Ελλάδα και του μετέφερε τα τραγούδια προφορικά και αυτός τα έπαιζε με τον δικό του τρόπο. Σκέψου πως πήγαινε η πληροφορία από εδώ εκεί και πως αυτός την κατέγραφε μέσα από τα δικά του μάτια. Γι’ αυτό υπάρχουν πολλά κομμάτια που είχαν γραφτεί εδώ και τα ηχογράφησε μετά ο Κατσαρός στην Αμερική και το αποτέλεσμα ήταν τελείως διαφορετικό. Ο,τι θυμόταν η αδερφή του, του μετέφερε και καθόταν αυτός και τα έγραφε. Και τους στίχους και τη μουσική. Βέβαια με την έναρξη της δισκογραφίας όλα αυτά αλλάξανε. Μην ξεχνάς ότι ο Κατσαρός πήγε εκεί το 1908.
Εχεις σκοπό να ερμηνεύσεις τα κομμάτια αυτά στο τόπο που γράφτηκαν; Εχεις σκεφτεί να δώσεις κάποια συναυλία στις ΗΠΑ για τους Ελληνες της Ομογένειας;
Αν μου δοθεί η ευκαιρία, φυσικά, θα χαρώ πολύ να παίξω τα κομμάτια στον τόπο που γεννήθηκαν.
(ekirikas.com)