Ο Γιώργος Καλούδης στον «Ε.Κ.» για τον Μπαχ μέσα από την κρητική λύρα
Ο Γιώργος Καλούδης, τσελίστας, λυράρης, συνθέτης, καθηγητής τσέλου στο Ωδείο Athenaeum στην Αθήνα και παραγωγός στο «DNA Classical Label» μιλά στον «Εθνικό Κήρυκα» για το καινοτόμο έργο του και εξηγεί πώς οι εκτελεσμένες με κρητική λύρα σουίτες για βιολοντσέλο του Μπαχ, επιτρέπουν μια καλύτερη προσέγγιση για το πώς παιζόταν αλλά και πώς ακουγόταν το έργο την εποχή του μεγάλου Γερμανού συνθέτη.
Ο κ. Καλούδης δημιούργησε μια νέα ερμηνευτική προσέγγιση, προσθέτοντας μια τέταρτη υψηλή χορδή (αυτή του χαμηλού C) στην παραδοσιακή κρητική λύρα και μεταγράφοντας αυτό το έργο του Μπαχ στους αυθεντικούς τόνους του συνθέτη.
«Εχω διανύσει ένα μακρύ 12χρονο ταξίδι εξερευνώντας την ελευθερία, την έμπνευση, τον αυθόρμητο αυτοσχεδιασμό, την αλήθεια και τη χαρά, ενώ μελετούσα και εξασκούμουν στις σουίτες για βιολοντσέλο. Εμπιστευόμουν το ισχυρό ένστικτο που με καθοδηγούσε προς τη σωστή κατεύθυνση, μέσα από τη μουσική και την ομορφιά του οργάνου», ανέφερε στον «Ε.Κ.» ο Ελληνας καλλιτέχνης.
«Ο ήχος, οι παλμοί, το βάθος των πλούσιων αρμονιών, οι μελωδικές γραμμές, οι χορδές, οι τόνοι του ήχου των αισθήσεων της κρητικής λύρας αποκαλύπτουν μια θεία ομορφιά, η οποία εκτίθεται μέσα από το έργο του Μπαχ, φέρνοντας την αρχαία ποιότητα του ήχου και την πολύτιμη σιωπή του Αιγαίου Πελάγους στις αισθήσεις μου», περιγράφει λυρικά ο ίδιος.
Ο Καλούδης παρουσιάζει τα σόλο του «Innovating Tradition» («Καινοτομία της Παράδοσης») και «J.S.Bach: Cello Suites on the Cretan Lyra» («Μπαχ: Σουίτες για Βιολοντσέλο με Κρητική Λύρα») σε αίθουσες συναυλιών, αρχαιολογικά μνημεία, εκκλησίες και μουσεία σε όλο τον κόσμο.
Γεννημένος στην Αθήνα το 1973 και μεγαλωμένος μέσα σε μια οικογένεια μουσικών, η πρώτη γλώσσα με την οποία εκφράζεται ο Καλούδης δεν είναι άλλη από αυτή της μουσικής. Ξεκίνησε από πολύ μικρός να παίζει κρητική λύρα, συνεχίζοντας την οικογενειακή του παράδοση ως απόγονος τέταρτης γενιάς Κρητικών λυράρηδων.
Ολοκλήρωσε τις κλασσικές του σπουδές στο τσέλο, με την Ντεμελανέρ (Claire Demeulenaere), στο Ωδείο Athenaeum, από το οποίο αποφοίτησε με τιμητικές διακρίσεις. Ο Καλούδης έλαβε υποτροφία από το Fulbright Foundation, η οποία του παρείχε τη δυνατότητα να συνεχίσει τις σπουδές του στο Λος Αντζελες υπό τη διδασκαλία του Τεντ Γκριν στη σύνθεση και τον αυτοσχεδιασμό.
Επιπλέον, συνεργάστηκε με διεθνείς ορχήστρες, συμπεριλαμβανομένης της Συμφωνικής Ορχήστρας της Αγίας Πετρούπολης, της Βασιλικής Εθνικής Ορχήστρας της Σκωτίας, της Χορωδίας «Lege Artis Chamber» στην Αγία Πετρούπολη, της Συμφωνικής Ορχήστρας Κύπρου και της Εθνικής Συμφωνικής Ορχήστρας της Θεσσαλονίκης.
Ακούγοντας το CD του Καλούδη, «J.S.Bach: Cello Suites on the Cretan Lyra», ο ακροατής εντυπωσιάζεται άμεσα από το σπουδαίο ταλέντο και την ικανότητά του να ερμηνεύει αυτή την πανέμορφη μουσική. Ο γνωστός ήχος από τις σουίτες για βιολοντσέλο του Μπαχ μοιάζει φρέσκος και ζωντανός μέσα από την αλάνθαστη ενέργεια του Καλούδη και τη σύνδεσή του με τη μουσική και το όργανο. Η αφοσίωση του καλλιτέχνη στη μουσική του είναι ξεκάθαρη μέσα από το βάθος και το νόημα που επικοινωνεί μέσα από αυτά τα κομμάτια.
Οπως ανέφερε ο δημιουργός στον «Ε.Κ.», οι ρυθμοί της ζωής σήμερα, ειδικά μετά τη Βιομηχανική Επανάσταση, έχουν επιταχυνθεί τόσο πολύ που ακόμα και η μουσική που παίζεται -και η οποία πάντοτε συνδεόταν με τους ανθρώπινους ρυθμούς, τους χτύπους και τους παλμούς της καρδιάς – είναι υπερβολικά γρήγορη, σαν να προσπαθεί να εναρμονιστεί με την ταχύτητα και τον ρυθμό των μηχανών.
Το να παίζονται τα κλασσικά κομμάτια όλο και πιο γρήγορα έχει μετατραπεί σε σφραγίδα δεξιοτήτων και ταλέντου, αλλά στην πραγματικότητα η μουσική ιστορικά παιζόταν σε πιο αργό τέμπο ώστε να υπηρετήσει τον υπερβατικό σκοπό της, να συνέχει τους ανθρώπους με τους φυσικούς ρυθμούς της ζωής.
Η γνώση της μουσικής ιστορίας από τον Καλούδη είναι επίσης εντυπωσιακή και γινόταν φανερή καθώς εξηγούσε στον «Ε.Κ.» την ανάπτυξη και την εξέλιξη των έγχορδων οργάνων που παίζονται με δοξάρι, τις ομοιότητες και τις διαφορές μεταξύ της κρητικής λύρας και του τσέλο.
«Η τεχνική της κρητικής λύρας είναι εντελώς διαφορετική από τα άλλα κυρτά όργανα, έτσι ώστε ο μουσικός θα πρέπει να παίζει την κάθε διαφορετική νότα με τα νύχια του αριστερού χεριού να αγγίζουν την πλευρά της χορδής με συνεχή άλματα στο δάχτυλο», ανέφερε. «Η μελέτη των πέντε αρχικών εκδοχών των σουιτών, οι οποίες φυλάσσονται σε μουσεία στη Γαλλία και τη Γερμανία, ήταν υποχρεωτική ώστε να καταστεί δυνατή η διευθέτηση, η πρακτική εφαρμογή και η καταγραφή του πλήρους έργου. Ετσι, πήρε σάρκα και οστά μία μοναδική εκδοχή ειδικά για τετράχορδη Κρητική λύρα», κατέληξε ο κ. Καλούδης.
(www.ekirikas.com)